Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ὠφέλιμος
    • επίθετο
    • -ος, -ον και -η, -ον
    • ὠφελίμως
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ 1. χρήσιμος, επωφελής, κατάλληλος, ευεργετικός |με δοτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |απόλ. 2. |το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια, η χρησιμότητα, το κέρδος, |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ 1. χρήσιμος, επωφελής, κατάλληλος, ευεργετικός
    • με δοτ.
    • ΘΟΥΚ 2.46.1 ὠφέλιμον στέφανον τοῖσδέ τε καὶ τοῖς λειπομένοις τῶν τοιῶνδε ἀγώνων προτιθεῖσα { στεφανώνοντας με ωφέλιμο βραβείο όλους τους παρόμοιους αγώνες τόσο αυτών εδώ όσο και των άλλων που επιζούν }
    • ΞΕΝ Απομν 4.2.11 ἄρχειν ἱκανοὶ καὶ ὠφέλιμοι τοῖς τε ἄλλοις ἀνθρώποις καὶ ἑαυτοῖς;
    • ΔΗΜ 18.309 τοὺς καρποὺς ἔδει γενναίους καὶ καλοὺς καὶ πᾶσιν ὠφελίμους εἶναι
    • με εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΘΟΥΚ 1.74.1 τρία τὰ ὠφελιμώτατα ἐς αὐτὸ παρεσχόμεθα͵ ἀριθμόν τε νεῶν πλεῖστον καὶ ἄνδρα στρατηγὸν ξυνετώτατον καὶ προθυμίαν ἀοκνοτάτην
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 6.2.34 ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ πολλάκις ὠφέλιμα γίγνεται
    • ΑΡΙΣΤ Οικον 1345a ἐπεὶ δὲ ταῦτα καὶ καλὰ πρὸς ἀρετὴν καὶ ὠφέλιμα πρὸς οἰκονομίαν
    • απόλ.
    • ΙΣΟΚΡ 8.26 πρὶν ἂν πεισθῆτε τὴν μὲν ἡσυχίαν ὠφελιμωτέραν καὶ κερδαλεωτέραν εἶναι τῆς πολυπραγμοσύνης
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 1.6.2 τῷ δὲ Κύρῳ ἀκούσαντι ταῦτα ἐδόκει ὠφέλιμα εἶναι
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1333b οὔτε δὴ πολιτικὸς τῶν τοιούτων λόγων καὶ νόμων οὐθεὶς οὔτε ὠφέλιμος οὔτε ἀληθής ἐστιν
    • 2.
    • το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια, η χρησιμότητα, το κέρδος,
    • ΘΟΥΚ 1.76.1 ἐπὶ τὸ ὑμῖν ὠφέλιμον καταστησάμενοι ἐξηγεῖσθε
    • ΠΛ Πολ 457b τὸ μὲν ὠφέλιμον καλόν͵ τὸ δὲ βλαβερὸν αἰσχρόν
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1142b ἀλλ΄ ὀρθότης ἡ κατὰ τὸ ὠφέλιμον
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
    • ΠΛ Χαρμ 163c τὰ γὰρ καλῶς τε καὶ ὠφελίμως ποιούμενα ἔργα ἐκάλει
    • ΞΕΝ Απομν 4.4.1 ἰδίᾳ τε πᾶσι νομίμως τε καὶ ὠφελίμως χρώμενος
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΩΦΕΛΕΩ >
    • Από: ὠφελ- + -ιμος.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε2β
    • επίθετο συγκρ. ὠφελιμώτερος, υπερθ. ὠφελιμώτατος
    • επίρρημα συγκρ. ὠφελιμώτερον, υπερθ. ὠφελιμώτατα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ὄφελος, ὀφειλέτης, ὀφείλημα, ὠφέλεια, ὠφελία, ὠφελίη, ὠφέλημα, ὠφέλησις, οἰκωφελίη 'αύξηση της πατρικής κληρονομιάς'
      • ρήματα: ὀφείλω, ὠφελέω, ἀντωφελέω, ἐπωφελέω, προσωφελέω, συνωφελέω
      • επίθετα: ὠφέλιμος, ὠφελήσιμος, ὠφελητέος, ἀνωφελής, βροτωφελής, δημωφελής
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • αιολ. αρκαδ. ὀφέλλω
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ὀφειλή, ὀφειλέσιον 'μικρό χρέος', ἀντωφέλεια
      • επίθετα: ὀφελής, ὀφέλσιμος, ὠφελητικός, κοινωφελής
      • επιρρήματα: ὀφειλόντως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ωφελ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ωφελειόδοξοι, ωφελειοδόχος, ωφεληματική σχολή, ωφελιμόδοξοι, ωφελιμοποιέω, ωφελιμοποίησις, ωφελιμότης, ωφελιτικισμός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. ωφέλεια 'βοήθεια, ωφέλεια, κέρδος', Χίος ωφελειά, Απουλ. αφέλεια, αφέλα, αφέγια 'ωφέλεια, κέρδος, αξία, τίμημα', Πόντ. ωφελώ 'βοηθώ, ωφελώ', Απουλ. αφελώ, εφελώ 'επωφελούμαι, ωφελώ'