Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἄλγος
- ουσιαστικό
- -εος, συνηρημένο -ους
- τό
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. μεγάλος ψυχικός πόνος, θλίψη, στενοχώρια, βάσανα, συμφορές
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- 1. σωματικός πόνος, οδύνη
- ΣΟΦ Φιλ 1326 σὺ γὰρ νοσεῖς τόδ΄ ἄλγος ἐκ θείας τύχης
- ΑΙΣΧ Πρ 435 στένουσιν ἄλγος οἰκτρόν
- 2. μεγάλος ψυχικός πόνος, θλίψη, στενοχώρια, βάσανα, συμφορές
- ΟΜ Οδ 1.4 πολλὰ δ΄ ὅ γ΄ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν
- ΟΜ Ιλ 3.156 οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς τοιῇδ΄ ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν
- ΣΟΦ ΟιδΚ 955 θανόντων δ΄ οὐδὲν ἄλγος ἅπτεται
- ΑΡΙΣΤΟΦ Πλουτ 1034 ὑπὸ τοῦ γὰρ ἄλγους κατατέτηκ΄͵ ὦ φίλτατε { γιατί από τη θλίψη έχω λιώσει, φίλε }
- ΗΡ 5.49 Ἰώνων παῖδας δούλους εἶναι ἀντ᾽ ἐλευθέρων ὄνειδος καὶ ἄλγος μέγιστον μὲν αὐτοῖσι ἡμῖν
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΑΛΓΟΣ >
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ο26
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀλγηδών, ἄλγησις, ἄλγημα, ἄλγος, ἀναλγησία 'αναισθησία στον πόνο', καρδιαλγία
- ρήματα: ἀλγέω-ῶ 'πονώ', ἀλγύνω 'προκαλώ πόνο', καρδιαλγέω-ῶ 'υποφέρω από κάψιμο στην περιοχή της καρδιάς', συναλγέω-ῶ
- επίθετα: ἀλγεινός, ἀναλγής 'αναίσθητος', ἀνάλγητος 'αναίσθητος στον πόνο, σκληρόκαρδος', δυσάλγητος 'ανυπόφορος', θυμαλγής 'αυτός που προκαλεί πόνο στην καρδιά', κεφαλαλγής 'αυτός που υποφέρει από πονοκεφάλους'
- επιρρήματα: ἀναλγήτως
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- λεσβ. ἀλγεσίδωρος
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀλγυντήρ 'αυτός που προκαλεί πόνο', γλωσσαλγία
- ρήματα: γλωσσαλγέω-ῶ 'μιλώ τόσο πολύ ώστε πονά η γλώσσα μου', διαλγέω-ῶ 'πονώ'
- επίθετα: ἀλγηρός, γλώσσαλγος 'φλύαρος', δυσαλγής 'αυτός που πονά πολύ'
- επιρρήματα: ἀναλγητί
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %αλγ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- αλγεινότης, αλγεινοευφρόσυνος
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ