Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ὠφελέω
- ρήμα
- ὠφελῶ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια, βοηθώ, υποστηρίζω, είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος |με αιτ.προσ. |με αιτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό |με δύο αιτ. |με ουδ. αντων. |με δοτ. προσ. |απόλ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια, κερδίζω, επωφελούμαι |με ποιητικό αίτιο |με δοτ., με μτχ. |με ουδ. επιθ. ή αντων.
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια, βοηθώ, υποστηρίζω, είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος
- με αιτ.προσ.
- ΘΟΥΚ 2.60.2 ἡγοῦμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ὀρθουμένην ὠφελεῖν τοὺς ἰδιώτας ἢ καθ΄ ἕκαστον τῶν πολιτῶν εὐπραγοῦσαν
- ΙΣΟΚΡ επιστ 8.5 αἱ δ΄ ἐπιστῆμαι παραμένειν ἅπαντα τὸν χρόνον ὠφελοῦσαι τοὺς χρωμένους αὐταῖς
- ΘΟΥΚ 2.40.5 μόνοι οὐ τοῦ ξυμφέροντος μᾶλλον λογισμῷ ἢ τῆς ἐλευθερίας τῷ πιστῷ ἀδεῶς τινὰ ὠφελοῦμεν
- με αιτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΘΟΥΚ 4.75.1 τούς τε Πελοποννησίους ὠφέλουν ἐς τὰ ναυτικὰ κυβερνήτας πέμποντες
- ΙΣΟΚΡ 2.12 ἡμᾶς δ΄ αὐτοὺς οὐδὲν ἂν πρὸς ἀρετὴν ὠφελήσαιμεν
- με δύο αιτ.
- ΠΛ Πολ 520a ποιῶν μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας ἣν ἂν ἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶ ὦσιν ὠφελεῖν
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 3.2.20 εἰ μέλλοις μικρὰ ὠφελῶν Χαλδαίους πολὺ πλείω ὠφελήσεσθαι
- ΕΥΡ Ανδρ 681 τοῦτο πλεῖστον ὠφέλησεν Ἑλλάδα
- ΞΕΝ Κυν 13.8 οὐδένα οὐδὲν ὠφελοῦσιν
- με ουδ. αντων.
- ΑΙΣΧ Πρ 44 τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην
- ΘΟΥΚ 2.87.4 τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ
- με δοτ. προσ.
- ΑΙΣΧ Περ 842 ὡς τοῖς θανοῦσι πλοῦτος οὐδὲν ὠφελεῖ
- ΣΟΦ Αντ 560 ἡ δ΄ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν͵ ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν
- απόλ.
- ΙΣΟΚΡ 8.35 χρὴ δὲ τοὺς εὖ φρονοῦντας͵ ἐπειδὴ τὸ μέλλον ἀεὶ συνοίσειν οὐ καθορῶμεν͵ τὸ πολλάκις ὠφελοῦν͵ τοῦτο φαίνεσθαι προαιρουμένους
- ΙΣΟΚΡ 1.9 οἵ τε κακοὶ τοὺς ὠφελοῦντας ὥσπερ τοὺς βλάπτοντας ἀδικοῦσιν
- ΘΟΥΚ 2.42.3 ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανίσαντες κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν
- Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια, κερδίζω, επωφελούμαι
- με ποιητικό αίτιο
- ΗΡ 2.68 ἅτε ὠφελεομένῳ πρὸς αὐτοῦ
- ΞΕΝ Οικ 1.15 οἰκονόμου ἄρα ἐστὶν ἀγαθοῦ καὶ τοῖς ἐχθροῖς ἐπίστασθαι χρῆσθαι ὥστε ὠφελεῖσθαι ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν
- ΛΥΣ 9.14 ὠφελοίμην ἂν πολὺ δικαιότερον ὑπὸ τῶν ἀντιδίκων ἢ κακῶς πάσχοιμι
- ΑΝΤΙΦ 2.2.13 παρ΄ἐμοῦ δὲ ὠφελεῖσθαι ζητοῦντας
- με δοτ., με μτχ.
- ΘΟΥΚ 3.67.2 μηδὲ ὀλοφυρμῷ καὶ οἴκτῳ ὠφελείσθων
- ΔΗΜ 37.55 εἰ γὰρ ἐν οἷς μηδὲν ὠφελοῦμαι ποιῶν͵ λυπῶ τινάς...
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 3.2.20 πολλὰ γὰρ ἂν ὠφελεῖσθαι οὐδὲν πονοῦντες
- με ουδ. επιθ. ή αντων.
- ΑΙΣΧΙΝ 3.215 ἡ πόλις ὑπ΄ αὐτοῦ μὲν ὠφέληται πολλά
- ΔΗΜ 18.144 μεγάλ΄ ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν
- ΣΟΦ Αντ 550 τί ταῦτ΄ ἀνιᾷς μ' οὐδὲν ὠφελουμένη;
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΟΦΕΛΟΣ >
- Το αρχικό φωνήεν του ρήματος είναι μακρό (ω) με επίδραση από το β' συνθετικό -ωφελής (με έκταση της πρώτης συλλαβής) από τη λ. ὄφελος (πβ. αν-ωφελής, επ-ωφελής).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- ὠφελῶ, ὠφέλουν, ὠφελήσω, ὠφέλησα, ὠφέληκα, ὠφελήκειν
- ὠφελοῦμαι, ὠφελούμην, ὠφελήσομαι, ὠφέλημαι, ὠφελήμην
- παθ. μέλλ. ὠφεληθήσομαι, παθ. αόρ. ὠφελήθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ὄφελος, ὀφειλέτης, ὀφείλημα, ὠφέλεια, ὠφελία, ὠφελίη, ὠφέλημα, ὠφέλησις, οἰκωφελίη 'αύξηση της πατρικής κληρονομιάς'
- ρήματα: ὀφείλω, ὠφελέω, ἀντωφελέω, ἐπωφελέω, προσωφελέω, συνωφελέω
- επίθετα: ὠφέλιμος, ὠφελήσιμος, ὠφελητέος, ἀνωφελής, βροτωφελής, δημωφελής
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- αιολ. αρκαδ. ὀφέλλω
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ὀφειλή, ὀφειλέσιον 'μικρό χρέος', ἀντωφέλεια
- επίθετα: ὀφελής, ὀφέλσιμος, ὠφελητικός, κοινωφελής
- επιρρήματα: ὀφειλόντως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ωφελ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ωφελειόδοξοι, ωφελειοδόχος, ωφεληματική σχολή, ωφελιμόδοξοι, ωφελιμοποιέω, ωφελιμοποίησις, ωφελιμότης, ωφελιτικισμός
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Πόντ. ωφέλεια 'βοήθεια, ωφέλεια, κέρδος', Χίος ωφελειά, Απουλ. αφέλεια, αφέλα, αφέγια 'ωφέλεια, κέρδος, αξία, τίμημα', Πόντ. ωφελώ 'βοηθώ, ωφελώ', Απουλ. αφελώ, εφελώ 'επωφελούμαι, ωφελώ'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ