Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ὠφέλεια και ὠφελία
    • ουσιαστικό
    • -ας
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. βοήθεια, συνδρομή, υποστήριξη, προστασία (γενικά, και ειδικά στον πόλεμο) |ως σύστ.αντικ. |φρ. τὴν ὠφέλειαν παρέχω, πέμπω, φέρω τινί Β. 1. χρησιμότητα, όφελος, κέρδος, πλεονέκτημα, αντ. του βλάβη |με γεν. υποκ. |με γεν. αντικ. |φρ. ἐπ'ὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι |φρ. ἐπ'ὠφελίᾳ, ὠφελείας ἕνεκα 2.(συχνά στον πληθ.) πηγή κέρδους, πρόσοδος 3. κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή, λάφυρο, λεία

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. βοήθεια, συνδρομή, υποστήριξη, προστασία (γενικά, και ειδικά στον πόλεμο)
    • ΠΛ Λυσις 217a τὸ ὑγιαῖνον σῶμα͵ οὐδὲν ἰατρικῆς δεῖται οὐδὲ ὠφελίας
    • ΘΟΥΚ 2.7.1 πρεσβείας τε μέλλοντες πέμπειν παρὰ βασιλέα καὶ ἄλλοσε πρὸς τοὺς βαρβάρους͵ εἴ ποθέν τινα ὠφελίαν ἤλπιζον ἑκάτεροι προσλήψεσθαι
    • ως σύστ.αντικ.
    • ΠΛ Ευθυδ 275e ἴσως γάρ τοι ὠφελεῖ τὴν μεγίστην ὠφελίαν
    • φρ. τὴν ὠφέλειαν παρέχω, πέμπω, φέρω τινί
    • ΑΝΔΟΚ 3.31 ταῦτα δὲ πασχόντων ἡμῶν οἱ πείσαντες ἡμᾶς πολεμεῖν Ἀργεῖοι τίνα ὠφέλειαν παρέσχον ἡμῖν;
    • ΘΟΥΚ 1.26.1 οἱ Κορίνθιοι ἔπεμπον ἐς τὴν Ἐπίδαμνον ἄσμενοι τὴν ὠφελίαν
    • ΘΟΥΚ 3.13.5 τὴν ὠφελίαν αὐτῷ ἐγγύθεν παρέξει
    • Β.
    • 1. χρησιμότητα, όφελος, κέρδος, πλεονέκτημα, αντ. του βλάβη
    • ΠΛ Ευθυφ 14e τίς ἡ ὠφελία τοῖς θεοῖς τυγχάνει οὖσα ἀπὸ τῶν δώρων ὧν παρ΄ ἡμῶν λαμβάνουσιν;
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 6.2.13 ὁπόσων ἀθυμούντων ἐδόκει βλάβη τις γίγνεσθαι καὶ προθυμουμένων ὠφέλεια
    • ΙΣΟΚΡ 4.104 τὴν τῶν συμμάχων ὁμόνοιαν κοινὴν ὠφέλειαν νομίζοντες
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1127a ὁ δ΄ ὅπως ὠφέλειά τις αὑτῷ γίνηται εἰς χρήματα καὶ ὅσα διὰ χρημάτων͵ κόλαξ
    • με γεν. υποκ.
    • ΠΛ Φιληβ 58d εἴς τινας ὠφελίας ἐπιστημῶν βλέψαντες
    • ΗΡ 7.139 τὴν...ὠφελίην τὴν τῶν τειχέων
    • με γεν. αντικ.
    • ΠΛ Πολ 334b ἐπ΄ ὠφελίᾳ...τῶν φίλων
    • φρ. ἐπ'ὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι
    • ΠΛ Ευθυφ 13b ἐπ΄ ἀγαθῷ τινί ἐστι καὶ ὠφελίᾳ τοῦ θεραπευομένου
    • ΞΕΝ Απομν 1.4.5 πρέπει μὲν τὰ ἐπ΄ ὠφελείᾳ γιγνόμενα γνώμης εἶναι ἔργα
    • φρ. ἐπ'ὠφελίᾳ, ὠφελείας ἕνεκα
    • ΠΛ Πολ 389b ἐπ΄ ὠφελίᾳ τῆς πόλεως
    • ΞΕΝ Απομν 4.3.7 ὅσα ὠφελείας ἕνεκα ἄνθρωποι κατασκευάζονται
    • 2.(συχνά στον πληθ.) πηγή κέρδους, πρόσοδος
    • ΙΣΟΚΡ 4.29 καὶ τὰς ἐργασίας καὶ τὰς ὠφελείας τὰς ἀπ΄ αὐτῶν γιγνομένας ἐδίδαξεν
    • ΛΥΣ 19.62 ὀλίγα κατὰ μικρὸν παρασκευάσασθαι εἰς τὰς κοινὰς ὠφελείας
    • ΔΗΜ 15. 32 αἱ παρὰ τῶν μισθοδοτούντων αὐτοὺς ὠφέλειαι
    • 3. κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή, λάφυρο, λεία
    • ΑΝΤΙΦ 2.1.4 οὐδεὶς γὰρ ἂν...κινδυνεύων ἑτοίμην καὶ κατειργασμένην τὴν ὠφέλειαν ἀφῆκεν
    • ΞΕΝ Κυν 6.4 ἐξιέναι δὲ πρῴ͵ ἵνα τῆς ἰχνεύσεως μὴ ἀποστερῶνται͵ ὡς οἱ ὀψιζόμενοι ἀφαιροῦνται τὰς μὲν κύνας τοῦ εὑρεῖν τὸν λαγῶ͵ αὑτοὺς δὲ τῆς ὠφελείας { να βγαίνουν για κυνήγι νωρίς το πρωί, για να μη χάνουν τα ίχνη, καθώς εκείνοι που ξεκινούν αργά δεν επιτρέπουν στα σκυλιά να ανακαλύψουν τους λαγούς κι έτσι αποστερούν τον εαυτό τους από τη λεία }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΩΦΕΛΕΩ >
    • Από: ὠφελ- (από ρίζα ὀφελ-jo) + -ειᾰ (αττ.) ή -ίᾱ (ιων.).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο2.1
    • ιων. ὠφελίη
    • Στην ποίηση ο τύπος ὠφέλεια απαιτείται από το μέτρο στους ιαμβικούς στίχους, ενώ ο τύπος ὠφελία από το μέτρο σε αναπαιστικούς στίχους. Στον πεζό λόγο γενικευμένη χρήση του τύπου ὠφελία απαντάται στο ΘΟΥΚ και ΠΛ.
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ὄφελος, ὀφειλέτης, ὀφείλημα, ὠφέλεια, ὠφελία, ὠφελίη, ὠφέλημα, ὠφέλησις, οἰκωφελίη 'αύξηση της πατρικής κληρονομιάς'
      • ρήματα: ὀφείλω, ὠφελέω, ἀντωφελέω, ἐπωφελέω, προσωφελέω, συνωφελέω
      • επίθετα: ὠφέλιμος, ὠφελήσιμος, ὠφελητέος, ἀνωφελής, βροτωφελής, δημωφελής
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • αιολ. αρκαδ. ὀφέλλω
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ὀφειλή, ὀφειλέσιον 'μικρό χρέος', ἀντωφέλεια
      • επίθετα: ὀφελής, ὀφέλσιμος, ὠφελητικός, κοινωφελής
      • επιρρήματα: ὀφειλόντως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ωφελ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ωφελειόδοξοι, ωφελειοδόχος, ωφεληματική σχολή, ωφελιμόδοξοι, ωφελιμοποιέω, ωφελιμοποίησις, ωφελιμότης, ωφελιτικισμός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. ωφέλεια 'βοήθεια, ωφέλεια, κέρδος', Χίος ωφελειά, Απουλ. αφέλεια, αφέλα, αφέγια 'ωφέλεια, κέρδος, αξία, τίμημα', Πόντ. ωφελώ 'βοηθώ, ωφελώ', Απουλ. αφελώ, εφελώ 'επωφελούμαι, ωφελώ'