Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • φύσις
    • ουσιαστικό
    • -εως
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος, ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων, οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης |εξωτερική εμφάνιση, ανάστημα |χαρακτήρας |ως συνεκδοχή με επιθ. προσδ. ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2. φύλο Β. 1. γένεση, δημιουργία, γέννηση 2. η φύση, οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία 3. ως γενεσιουργός δύναμη |φιλοσοφία 4. όλη η δημιουργία, το σύμπαν |φιλοσοφία |πλάσμα της δημιουργίας, άνθρωπος ή ζώο Γ. |φιλοσοφία 1. πρωταρχική ουσία 2. ορισμός της φύσεως |ΑΡΙΣΤ

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος, ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων, οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης
    • ΘΟΥΚ 1.76.3 ἐπαινεῖσθαί τε ἄξιοι οἵτινες χρησάμενοι τῇ ἀνθρωπείᾳ φύσει ὥστε ἑτέρων ἄρχειν δικαιότεροι ἢ κατὰ τὴν ὑπάρχουσαν δύναμιν γένωνται
    • ΑΡΙΣΤ Ψυχ 416a δοκεῖ δέ τισιν ἡ τοῦ πυρὸς φύσις ἁπλῶς αἰτία τῆς τροφῆς καὶ τῆς αὐξήσεως εἶναι
    • ΠΛ Πολ 456a καὶ γυναικὸς ἄρα καὶ ἀνδρὸς ἡ αὐτὴ φύσις εἰς φυλακὴν πόλεως, πλὴν ὅσα ἀσθενεστέρα, ἡ δὲ ἰσχυροτέρα ἐστίν
    • εξωτερική εμφάνιση, ανάστημα
    • ΑΙΣΧ Περ 441 Περσῶν ὅσοιπερ ἦσαν ἀκμαῖοι φύσιν, ψυχήν τ᾽ ἄριστοι κεὐγένειαν ἐκπρεπεῖς
    • ΕΥΡ Βακ 54 μορφήν τ᾽ ἐμὴν μετέβαλον εἰς ἀνδρὸς φύσιν
    • χαρακτήρας
    • ΘΟΥΚ 7.48.4 οὔκουν βούλεσθαι αὐτός γε ἐπιστάμενος τὰς Ἀθηναίων φύσεις ἐπ᾽ αἰσχρᾷ τε αἰτίᾳ καὶ ἀδίκως ὑπ᾽ Ἀθηναίων ἀπολέσθαι
    • ΕΥΡ απ 494.1 τῆς μὲν κακῆς κάκιον οὐδὲν γίγνεται γυναικός, ἐσθλῆς δ᾽ οὐδὲν εἰς ὑπερβολὴν πέφυκ᾽ ἄμεινον· διαφέρουσι δ᾽ αἱ φύσεις
    • ως συνεκδοχή με επιθ. προσδ. ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα
    • ΑΙΣΧΙΝ 3.147 πονηρὰ φύσις, μεγάλης ἐξουσίας ἐπιλαβομένη, δημοσίας ἀπεργάζεται συμφοράς
    • ΠΛ Πολ 576a ἐλευθερίας δὲ καὶ φιλίας ἀληθοῦς τυραννικὴ φύσις ἀεὶ ἄγευστος
    • 2. φύλο
    • ΣΟΦ Τραχ 1062 γυνὴ δέ, θῆλυς οὖσα κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν, μόνη με δὴ καθεῖλε φασγάνου δίχα
    • ΛΥΣ 2.4 ἐνομίζοντο δὲ διὰ τὴν εὐψυχίαν μᾶλλον ἄνδρες ἢ διὰ τὴν φύσιν γυναῖκες
    • Β.
    • 1. γένεση, δημιουργία, γέννηση
    • ΣΟΦ Αντ 659 εἰ γὰρ δὴ τά γ᾽ ἐγγενῆ φύσει ἄκοσμα θρέψω, κάρτα τοὺς ἔξω γένους { γιατί αν ανεχτώ αυτούς που είναι φυσικοί συγγενείς μου ώστε να είναι απείθαρχοι, θα ανέχομαι πολύ πιο απείθαρχους τους ξένους }
    • ΙΣΟΚΡ 10.1 ἀνδρία καὶ σοφία καὶ δικαιοσύνη ταὐτόν ἐστιν καὶ φύσει μὲν οὐδὲν αὐτῶν ἔχομεν
    • 2. η φύση, οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία
    • ΠΛ Φαιδ 80a τῷ μὲν (σώματι) δουλεύειν καὶ ἄρχεσθαι ἡ φύσις προστάττει, τῇ δὲ (ψυχῇ) ἄρχειν καὶ δεσπόζειν
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 980a πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει
    • ΔΗΜ 18.275 ἡ φύσις αὐτὴ τοῖς ἀγράφοις νομίμοις καὶ τοῖς ἀνθρωπίνοις ἤθεσιν διώρικεν
    • 3. ως γενεσιουργός δύναμη
    • φιλοσοφία
    • ΠΛ Σοφιστ 265c τὴν φύσιν αὐτὰ γεννᾶν ἀπό τινος αἰτίας αὐτομάτης καὶ ἄνευ διανοίας φυούσης, ἢ μετὰ λόγου τε καὶ ἐπιστήμης θείας ἀπὸ θεοῦ γιγνομένης;
    • 4. όλη η δημιουργία, το σύμπαν
    • φιλοσοφία
    • ΠΛ Φαιδ 96a νέος ὢν θαυμαστῶς ὡς ἐπεθύμησα ταύτης τῆς σοφίας ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν
    • ΑΡΙΣΤ ΖΓεν 724b (τὸ σπέρμα) ἐν ἅπασί τε γὰρ ὑπάρχει, καὶ ἡ φύσις ἐκ τούτου γίγνεται
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 995a ἅπασα γὰρ ἴσως ἡ φύσις ἔχει ὕλην
    • πλάσμα της δημιουργίας, άνθρωπος ή ζώο
    • ΣΟΦ Αντ 344 ἄγει, καὶ θηρῶν ἀγρίων ἔθνη πόντου τ᾽ εἰναλίαν φύσιν { κυνηγά και των αγρίων θηρίων τα έθνη, των βυθών την υδρόβια φύτρα }
    • ΠΛ Πολ 588c οἷαι μυθολογοῦνται παλαιαὶ γενέσθαι φύσεις, ἥ τε Χιμαίρας καὶ ἡ Σκύλλης καὶ Κερβέρου
    • Γ.
    • φιλοσοφία
    • 1. πρωταρχική ουσία
    • ΠΛ Νομ 891c κινδυνεύει γὰρ ὁ λέγων ταῦτα πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἀέρα πρῶτα ἡγεῖσθαι τῶν πάντων εἶναι, καὶ τὴν φύσιν ὀνομάζειν ταῦτα αὐτά
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 989a τὶς εἴη ἂν μία φύσις ἡ γιγνομένη πῦρ καὶ ὕδωρ, ὃ ἐκεῖνος οὔ φησιν
    • 2. ορισμός της φύσεως
    • ΑΡΙΣΤ
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1014b φύσις λέγεται ἕνα μὲν τρόπον ἡ τῶν φυομένων γένεσις…ἔτι ὅθεν ἡ κίνησις ἡ πρώτη ἐν ἑκάστῳ τῶν φύσει ὄντων ἐν αὐτῷ ᾗ αὐτὸ ὑπάρχει…ἔτι δὲ φύσις λέγεται ἐξ οὗ πρώτου ἢ ἔστιν ἢ γίγνεταί τι τῶν φύσει ὄντων, ἀρρυθμίστου ὄντος καὶ ἀμεταβλήτου ἐκ τῆς δυνάμεως τῆς αὑτοῦ…ἔτι δ᾽ ἄλλον τρόπον λέγεται ἡ φύσις ἡ τῶν φύσει ὄντων οὐσία
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΦΥΩ, ΦΥΟΜΑΙ >
    • Από: φῠ+σις > φῠ+τις με συριστικοποίηση του -τ- μπροστά από το -ι-.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο14.1
    • ιων. γεν. φύσιος
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: φυλή, φῦλον, φῦμα 'όγκος, εξόγκωμα', φυή 'αύξηση, φύση, ανάστημα', φυτόν, φυτήρ, φύτωρ, διάφυσις 'φυσικός διαχωρισμός', ἔκφυσις 'ανάπτυξη', σύμφυσις 'φυσική ένωση', φυσιολογία, φύτλη 'γένεση, ράτσα', φιτυποίμην 'κηπουρός'
      • ρήματα: φύομαι, φυτεύω, φυσιογνωμονέω-ῶ, φυσιολογέω-ῶ, φυσιάω-ῶ 'φουσκώνω, καυχώμαι', φυσιόω-ῶ 'εκθέτω με φυσικό τρόπο'
      • επίθετα: φυσίζοος 'αυτός που παράγει ζωή', φυτός 'αυτός που σχηματίζεται από τη φύση, γόνιμος', φυσιογνώμων 'αυτός που κρίνει με βάση τη φυσιογνωμία', φυσιογνωμονικός, φυσιολόγος, φυσιολογικός, φυσικός, φύσιμος 'παραγωγικός'
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. φυά 'φυή'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: φυσίωμα 'τάση', φύτρα, φύτρον, ἀπόφυσις
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %φυ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • φυσικοϊστοριογράφος, φυσικότης, φυσιογράφος, φυσιοδίφης, φυσιοθεραπεία, φυσιοθεραπευτήρια, φυσιοκράται, φυσιολατρεία, φυτογραφία, φυτογράφος, φυτόζωα, φυτοζώησις, φυτοκομείον, φυτολεύκωμα, φυτολογία, φυτοφαγία, φυτοφθείρα, φύτρωσις, αποφύματα, εμφυλιοκτονία, φυτοβιόω-ώ, φυτοζωέω-ώ, φυσικογεωγραφικός, φυσικοεπιστημονικός, φυσικοκοινωνικοπολιτικός, φυσικομαθηματικός, φυσιογνωμιστικός, φυσιοδιφικός, φυσιοκρατικός, φυσιολατρικός, φυτικοζωϊκός, φυτοκομικός, φυτολογικός, φυτοστόλιστος, φυτοφαγικός, φυτοφάγος, φυτοφθόρος, εμφύτευτος, φυσικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %φυ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %φυ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κέρκ. φυταλιά 'φυτεία', Πελοπ. φυτάδα 'νέο φυτό', Καλ. φυτεία 'φύτεμα μιας νέας κληματαριάς', Τσακων. θυτεία 'νέα κληματαριά, που δεν αποδίδει ακόμη καρπό', Κύπ. φύτεμμαν 'φύτεμα'