Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἄκων
- επίθετο
- -ουσα, -ον
- ἀκόντως
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. όποιος κάνει κτ. χωρίς τη θέλησή του, ακούσιος 2. όποιος κάνει κτ. χωρίς τη θέλησή του επειδή του έχει ασκηθεί ψυχική ή σωματική βία, εξαναγκασμένος, βεβιασμένος |σε γεν. απόλ. |φρ. ἄκων-ἑκών |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ακούσια, απρόθυμα
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ 1. όποιος κάνει κτ. χωρίς τη θέλησή του, ακούσιος
- ΑΝΤΙΦ 4.1.6 εἰ μὲν γὰρ ἄκων ἀπέκτεινε τὸν ἄνδρα͵ ἄξιος ἂν ἦν συγγνώμης τυχεῖν τινός
- ΑΡΙΣΤ ΗΜεγ 1.33 ἔτι ὁ μὲν ἀδικῶν ἑκὼν ἀδικεῖ͵ ὁ δὲ ἀδικούμενος ἄκων ἀδικεῖται
- ΣΟΦ ΟιδΚ 987 ἐγὼ δέ νιν ἄκων ἔγημα͵ φθέγγομαί τ΄ ἄκων τάδε { εγώ όμως άθελά μου την παντρεύτηκα, κι άθελά μου λέω τούτα τα λόγια }
- ΠΛ Απολ 26a δῆλον γὰρ ὅτι ἐὰν μάθω͵ παύσομαι ὅ γε ἄκων ποιῶ
- 2. όποιος κάνει κτ. χωρίς τη θέλησή του επειδή του έχει ασκηθεί ψυχική ή σωματική βία, εξαναγκασμένος, βεβιασμένος
- ΑΙΣΧ Πρ 670 ἐξήλασέν με κἀπέκλῃσε δωμάτων ἄκουσαν ἄκων· ἀλλ΄ ἐπηνάγκαζέ νιν Διὸς χαλινός
- ΘΟΥΚ 2.90.1 οἱ δὲ Πελοποννήσιοι, ἐπειδὴ αὐτοῖς οἱ Ἁθηναῖοι οὐκ ἐπέπλεον ἐς τὸν κόλπον καὶ τὰ στενά, βουλόμενοι ἄκοντας ἔσω προαγαγεῖν αὐτούς, ἀναγαγόμενοι ἅμα ἕῳ ἔπλεον { ...θέλοντας να τους φέρουνε μέσα παρά τη θέλησή τους... }
- ΕΥΡ ΙΑυλ 1456 ἄκων μ΄ ὑπὲρ γῆς Ἑλλάδος διώλεσεν { για την Ελλάδα αθέλητα με σφάζει }
- σε γεν. απόλ.
- ΙΣΟΚΡ 15.307 τὸ τεῖχος ἀκόντων Λακεδαιμονίων τῇ πόλει περιβαλών
- ΘΟΥΚ 7.86.2 Νικίαν δὲ καὶ Δημοσθένη ἄκοντος τοῦ Γυλίππου ἀπέσφαξαν
- φρ. ἄκων-ἑκών
- ΔΗΜ 48.2 οὔτ΄ αὖ μὰ τὸν Δία τὸν μέγιστον ἑκών͵ ἀλλ΄ ὡς οἷόν τε μάλιστα ἄκων͵ ἠνάγκασμαι ὑπὸ τούτου ἀγωνίζεσθαι ταύτην τὴν δίκην
- ΞΕΝ Απομν 4.2.20 οὐκοῦν ὁ μὲν ἑκὼν μὴ ὀρθῶς γράφων γραμματικὸς ἂν εἴη͵ ὁ δὲ ἄκων ἀγράμματος;
- ΑΡΙΣΤ Ρητ 1373b ἢ ἀγνοοῦντος καὶ ἄκοντος ἢ ἑκόντος καὶ εἰδότος
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ ακούσια, απρόθυμα
- ΠΛ Πρωτ 333b ὡμολόγησεν καὶ μάλ΄ ἀκόντως { συμφώνησε, αλλά πολύ απρόθυμα }
- ΞΕΝ Ελλ 4.8.5 οἱ μὲν δὴ ταῦτα ἀκούοντες οὐκ ἀκόντως ἀλλὰ προθύμως ἐπείσθησαν { αυτοί, λοιπόν, ακούγοντάς τα πείστηκαν πρόθυμα χωρίς να εξαναγκαστούν }
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΕΚΩΝ >
- Από: στερητικό ἀ- + ἑκών παράγεται ο ασυναίρετος επικ. και ιων. τύπος ἀέκων.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε11
- επικ., ιων. ἀέκων, ἀεκούσιος (ΘΕΟΓΝ, ΣΟΦ, ΗΡ), ἀκούσιος (ΑΤΤ)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀκουσία
- επίθετα: ἑκούσιος, ἄκων, ἀέκων, ἀεκούσιος, ἀκούσιος, ἀεκαζόμενος 'αναγκαζόμενος'
- επιρρήματα: ἑκουσίως, ἑκοντί, ἕκητι, ἕκατι, 'με τη βοήθεια, με τη θέληση, εξαιτίας', ἀέκητι, ἀκουσίως
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἑκουσιασμός, ἑκουσιότης, ἑκοντής 'εθελοντής', ἀκουσιότης
- ρήματα: ἑκουσιάζομαι, ἀκουσιάζομαι, ἀεκάζομαι, ἀεκάζω
- επίθετα: ἑκουσιοακούσιος, ἑκουσιογνώμων, ἀκουσιαζόμενος
- επιρρήματα: ἑκόντως, ἑκουσιαστί, ἑκοντήν, ἑκοντηδόν, ἀκοντί, ἀεκαστί, ἀεκατί
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- εκουσιώτατα, εκουσιακουσίως, ακουσιεκουσίως
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ