Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ὑπακούω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. ακούω προσεκτικά, δίνω προσοχή 2. δίνω προσοχή σε κπ., λαμβάνω υπόψη, συμμορφώνομαι, υπακούω |συναινώ, συγκατανεύω, συμφωνώ για το συμφέρον κπ. |δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα, υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο |δικανικός όρος 3. αποκρίνομαι σε κλήση, απαντώ |απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4. υπακούω, υποτάσσομαι, υποχωρώ Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ. ὑπακούσεται)

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. ακούω προσεκτικά, δίνω προσοχή
    • ΟΜ Ιλ 8.4 αὐτὸς δέ σφ᾽ ἀγόρευε, θεοὶ δ᾽ ὑπὸ πάντες ἄκουον
    • ΣΑΠΦΩ απ 31 ὄττις ἐνάντιός τοι ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνείσας ὐπακούει
    • 2. δίνω προσοχή σε κπ., λαμβάνω υπόψη, συμμορφώνομαι, υπακούω
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 360 οὐ γὰρ ἂν ἄλλῳ γ᾽ ὑπακούσαιμεν τῶν νῦν μετεωροσοφιστῶν
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1333a διῄρηται δὲ δύο μέρη τῆς ψυχῆς, ὧν τὸ μὲν ἔχει λόγον καθ᾽ αὑτό, τὸ δ᾽ οὐκ ἔχει μὲν καθ᾽ αὑτό, λόγῳ δ᾽ ὑπακούειν δυνάμενον
    • συναινώ, συγκατανεύω, συμφωνώ για το συμφέρον κπ.
    • ΠΛ Πολ 459c ἰατρὸν δέ που μὴ δεομένοις μὲν σώμασι φαρμάκων, ἀλλὰ διαίτῃ ἐθελόντων ὑπακούειν, καὶ φαυλότερον ἐξαρκεῖν ἡγούμεθα εἶναι { ένας γιατρός, και ο χειρότερος ακόμα, είναι νομίζουμε αρκετός, όταν πρόκειται για σώματα που δεν έχουν ανάγκη από φάρμακα, αλλά έχουν τη θέληση να υποβληθούν σε δίαιτα }
    • ΘΟΥΚ 5.98.1 ὥσπερ ὑμεῖς τῶν δικαίων λόγων ἡμᾶς ἐκβιβάσαντες τῷ ὑμετέρῳ ξυμφόρῳ ὑπακούειν πείθετε
    • δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα, υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο
    • δικανικός όρος
    • ΔΗΜ 19.257 ἠτίμωσ᾽ ὑπακούσαντά τιν᾽ αὐτοῦ κατήγορον
    • ΑΙΣΧΙΝ 1.47 ἐὰν δ᾽ ἄρα ὑπακούσῃ μέν, τράπηται δὲ ἐπὶ τὸ ἀναιδέστατον, ἐπὶ τὸ ἐξόμνυσθαι τὰς ἀληθείας
    • ΙΣΑΙΟΣ 4.28 πάλιν ἀπογραφεὶς εἰς τὴν βουλὴν κακουργῶν, ὑποχωρῶν ᾤχετο καὶ οὐχ ὑπήκουσεν
    • 3. αποκρίνομαι σε κλήση, απαντώ
    • ΕΥΡ Αλκησ 400 ὑπάκουσον ἄκουσον, ὦ μᾶτερ, ἀντιάζω
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Αχ 404
    • απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός)
    • ΠΛ Κριτων 43a θαυμάζω ὅπως ἠθέλησέ σοι ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φύλαξ ὑπακοῦσαι
    • ΠΛ Φαιδ 59e καὶ ἥκομεν καὶ ἡμῖν ἐξελθὼν ὁ θυρωρός, ὅσπερ εἰώθει ὑπακούειν, εἶπεν περιμένειν
    • ΞΕΝ Συμπ 1.11 Φίλιππος δ᾽ ὁ γελωτοποιὸς κρούσας τὴν θύραν εἶπε τῷ ὑπακούσαντι εἰσαγγεῖλαι ὅστις τε εἴη
    • 4. υπακούω, υποτάσσομαι, υποχωρώ
    • ΘΟΥΚ 8.74.3 ἵνα, ἢν μὴ ὑπακούσωσι, τεθνήκωσιν
    • ΔΗΜ 18.39 τὰ δὲ μὴ ὑπακούοντα κατὰ κράτος λαβόντες καὶ ἐξανδραποδισάμενοι κατεσκάψαμεν
    • ΗΡ 4.119 καὶ ἡμεῖς ὑπακούσαντες τὠυτὸ ἂν ὑμῖν ἐπρήσσομεν
    • Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ. ὑπακούσεται)
    • ΘΟΥΚ 6.69.3 τὸ δ᾽ ὑπήκοον τῶν ξυμμάχων μέγιστον μὲν περὶ τῆς αὐτίκα ἀνελπίστου σωτηρίας, ἢν μὴ κρατῶσι, τὸ πρόθυμον εἶχον, ἔπειτα δὲ ἐν παρέργῳ καὶ εἴ τι ἄλλο ξυγκαταστρεψαμένοις ῥᾷον αὐτοῖς ὑπακούσεται { οι σύμμαχοι πάλι που ήταν υποτελείς, για να σωθούν τη στιγμή εκείνη, που δεν μπορούσαν να το ελπίσουν αν δεν νικήσουν, δείχνανε πολεμικό ζήλο, με την ιδέα πως αν βοηθήσουν τους Αθηναίους στην κατάκτησή τους, θα τους είναι η υποτέλεια πιο ελαφριά }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: ὑπό + ἀκούω.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ1
    • ὑπακούω, ὑπήκουον, ὑπακούσομαι- (μτγν. ὑπακούσω), ὑπήκουσα, ὑπακήκοα
    • μόνο μέλλ. ὑπακούσεται
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἀκοή, ἄκουσις, ἄκουσμα, παρακοή, ἀνηκουστία
      • ρήματα: ἀκουάζω, ἀκουάζομαι 'ακούω ή προσέχω κάποιον', διακούω, εἰσακούω, ἐξακούω, ἐπακούω, κατακούω, προακούω, ὑπακούω, ἀκουσείω 'επιθυμώ να ακούσω', ἀνηκουστέω, ἀντακούω, εἰσακούω
      • επίθετα: ἀκουστέος, ἀκουστός, ἀκούσιμος, ἐπήκοος, κατήκοος, ὑπήκοος, φιλήκοος, ἀνήκουστος, ἀξιάκουστος
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. ἐπάκοος
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἀκουστής, ἀκουσμάτιον, ἀκουστήριον, εἰσακοή, ὑπακοή
      • ρήματα: ἀκουτίζω ή ἀκουστίζω, ὑπερακούω, ἀνθυπακούω, ἀπακούομαι, διακούω, διακούομαι, εἰσακούομαι
      • επίθετα: ἀκουσματικός, ἀκουστικός, συνήκοος, ἐπάκουος, ὑπάκουος, ἀκουσίθεος 'αυτός που ακούγεται από το θεό', ἀνάκουστος, ἀνεξάκουστος, ἀνυπάκουστος, δυσεξάκουστος
      • επιρρήματα: ἀκουστικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ακο%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ἀκουόμετρα, ἀκουστήρ 'όργανο σεισμικό'
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %ακο%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %ακο%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. άκουσμαν, Στερ.Ελλ. ακουστικό, Κάρπαθ. απακουή 'υπακοή', Πόντ. υπάκουος, Πόντ. ᾽πακούω 'υπακούω'