Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • σοφός
    • επίθετο
    • -ή, -όν
    • σοφῶς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ 1. ικανός, επιδέξιος, γνώστης μιας τέχνης 2. έντεχνος, φρόνιμος, συνετός |για αφηρημένες έννοιες 3. σοφός, φρόνιμος, προνοητικός, ευφυής |τὸ σοφὸν |σοφιστής |υποτιμ. 4. σοφός, έμπειρος, γνώστης |φιλοσοφία |σοφός, αντ. φρόνιμος |σοφός, αντ. φιλόσοφος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη, με επιδεξιότητα, με σοφία, με σύνεση

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ 1. ικανός, επιδέξιος, γνώστης μιας τέχνης
    • ΣΟΦ Φιλ 431 σοφὸς παλαιστὴς κεῖνος͵ ἀλλὰ χαἰ σοφαὶ γνῶμαι͵ Φιλοκτῆτ΄͵ ἐμποδίζονται θαμά
    • ΠΛ ΙππΕλ 367d ὁ ἀγαθὸς καὶ σοφὸς γεωμέτρης
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1141a οἷον Φειδίαν λιθουργὸν σοφὸν καὶ Πολύκλειτον ἀνδριαντοποιόν
    • 2. έντεχνος, φρόνιμος, συνετός
    • για αφηρημένες έννοιες
    • ΗΡ 1.196 ὁ μὲν σοφώτατος (νόμος) ὅδε κατὰ γνώμην τὴν ἡμετέρην
    • ΣΟΦ Αι 1091 Μενέλαε͵ γνώμας ὑποστήσας σοφὰς
    • ΕΥΡ Ορ 490 ὀργὴ γὰρ ἅμα σου καὶ τὸ γῆρας οὐ σοφόν { είσαι οργισμένος και η προχωρημένη ηλικία δεν συμβαδίζει με τη σύνεση }
    • 3. σοφός, φρόνιμος, προνοητικός, ευφυής
    • ΙΣΟΚΡ 2.39 σοφοὺς νόμιζε μὴ τοὺς περὶ μικρῶν ἀκριβῶς ἐρίζοντας͵ ἀλλὰ τοὺς εὖ περὶ τῶν μεγάλων λέγοντας
    • ΕΥΡ Βακ 641 πρὸς σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς ἀσκεῖν σώφρον΄ εὐοργησία { ταιριάζει στον σοφό άνδρα να δείχνει ηπιότητα και σωφροσύνη }
    • ΗΡ 3.85 Δαρείῳ δὲ ἦν ἱπποκόμος ἀνὴρ σοφός͵ τῷ οὔνομα ἦν Οἰβάρης
    • τὸ σοφὸν
    • ΕΥΡ Βακ 877 τί τὸ σοφόν͵ ἢ τί τὸ κάλλιον; παρὰ θεῶν γέρας ἐν βροτοῖς ἢ χεῖρ΄ ὑπὲρ κορυφᾶς τῶν ἐχθρῶν κρείσσω κατέχειν;
    • σοφιστής
    • υποτιμ.
    • ΠΛ Απολ 18b ὡς ἔστιν τις Σωκράτης σοφὸς ἀνήρ͵ τά τε μετέωρα φροντιστὴς καὶ τὰ ὑπὸ γῆς πάντα ἀνεζητηκὼς καὶ τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιῶν
    • ΑΙΣΧ Ικ 453 θέλω δ΄ ἄιδρις μᾶλλον ἢ σοφὸς κακῶν εἶναι
    • 4. σοφός, έμπειρος, γνώστης
    • φιλοσοφία
    • ΠΛ Απολ 23b ἐγὼ μὲν ἔτι καὶ νῦν περιιὼν ζητῶ καὶ ἐρευνῶ κατὰ τὸν θεὸν καὶ τῶν ἀστῶν καὶ ξένων ἄν τινα οἴωμαι σοφὸν εἶναι
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1141a δεῖ ἄρα τὸν σοφὸν μὴ μόνον τὰ ἐκ τῶν ἀρχῶν εἰδέναι͵ ἀλλὰ καὶ περὶ τὰς ἀρχὰς ἀληθεύειν
    • σοφός, αντ. φρόνιμος
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1141b διὸ Ἀναξαγόραν καὶ Θαλῆν καὶ τοὺς τοιούτους σοφοὺς μὲν φρονίμους δ΄ οὔ φασιν εἶναι͵ ὅταν ἴδωσιν ἀγνοοῦντας τὰ συμφέροντα ἑαυτοῖς
    • σοφός, αντ. φιλόσοφος
    • ΠΛ Συμπ 204b Ἔρως δ΄ ἐστὶν ἔρως περὶ τὸ καλόν͵ ὥστε ἀναγκαῖον Ἔρωτα φιλόσοφον εἶναι͵ φιλόσοφον δὲ ὄντα μεταξὺ εἶναι σοφοῦ καὶ ἀμαθοῦς
    • ΙΣΟΚΡ 15.271 σοφοὺς μὲν νομίζω τοὺς ταῖς δόξαις ἐπιτυγχάνειν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τοῦ βελτίστου δυναμένους͵ φιλοσόφους δὲ τοὺς ἐν τούτοις διατρίβοντας͵ ἐξ ὧν τάχιστα λήψονται τὴν τοιαύτην φρόνησιν { θεωρώ σοφούς εκείνους που μπορούν με τη γνώμη τους να επιτύχουν γενικά την καλύτερη πορεία, ενώ φιλοσόφους εκείνους οι οποίοι ασχολούνται με τη μελέτη τέτοιων πραγμάτων που θα τους εξασφάλιζαν πολύ γρήγορα αυτήν τη διανοητική ικανότητα }
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη, με επιδεξιότητα, με σοφία, με σύνεση
    • ΕΥΡ Βακ 1189 ὁ Βάκχιος κυναγέτας σοφὸς σοφῶς ἀνέπηλ΄ ἐπὶ θῆρα τόνδε μαινάδας { ο Βάκχος κυνηγός σοφός, σοφά έσπρωξε τις Μαινάδες στα ίχνη του άγριου ζώου }
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Αχ 401 ὅθ΄ ὁ δοῦλος οὑτωσὶ σοφῶς ὑποκρίνεται
    • ΑΡΙΣΤ επ 1.4 ἀλλ΄ ἐπὶ ταῖς ἀρεταῖς μέγα φρονοῦσιν εὖ καὶ σφόδρα σοφῶς πολιτευόμενοι
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΣΟΦΟΣ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε1
    • επίθετο συγκρ. σοφώτερος, υπερθ. σοφώτατος
    • επίρρημα συγκρ. σοφώτατον, υπερθ. σοφώτατα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: σόφισμα, σοφιστής, σοφίστρια, δοξοσοφία, φιλοσόφημα, φιλοσοφία, ἀφιλοσοφία 'η περιφρόνηση της φιλοσοφίας', μετεωροσοφιστής
      • ρήματα: σοφίζω 'κάνω κάποιον σοφό, εκπαιδεύω', σοφίζομαι 'επινοώ ευφυή τεχνάσματα, επινοώ κάτι με πανουργία ή επιδεξιότητα', σοφιστεύω 'φέρομαι ως σοφιστής', φιλοσοφέω, ἀντισοφίζομαι, παρασοφίζομαι 'σοφίζομαι με τρόπο που δεν ταιριάζει στην τέχνη μου', περισοφίζομαι 'εξαπατώ', συμφιλοσοφέω
      • επίθετα: σοφός, σοφισματώδης, σοφιστικός, ἀκρόσοφος 'έξοχος', ἄσοφος 'μωρός, ηλίθιος', ἀφιλόσοφος 'αυτός που δεν αγαπά ή είναι ακατάλληλος για τη φιλοσοφία', δοκησίσοφος, δοξόσοφος, θυμόσοφος 'ευφυής, έξυπνος', θυμοσοφικός, πάνσοφος, ὑπέρσοφος, φιλόσοφος
      • επιρρήματα: σοφῶς, σοφιστικῶς, φιλοσόφως, ἀφιλοσόφως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. σοφίη
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: σοφισμάτιον, σοφισμός, σοφιστεία, σόφισις 'ευφυία', σοφίστευμα, σοφιστήριον 'σχολή σοφιστού', σοφιστορήτωρ, σοφοδότις, σοφοποίησις, σοφοποιία, σοφουργός 'αυτός που εργάζεται επιδέξια', ἀντισοφίστευμα, ἀντισοφιστής, ἀσοφία, αὐτοσοφία 'η αληθινή σοφία', δειπνοσοφιστής, δοκησισοφία, ἐθελοσοφία, ἐμφιλοσόφημα, θεοσοφία, ἰατροσοφιστής, ἰατροφιλόσοφος, κατασοφισμός 'απάτη με σοφίσματα', παρασοφισμός, ὑπερσοφιστής, φιλοσόφησις
      • ρήματα: σοφιστιάω, σοφόω, σοφιστομανέω 'επιζητώ με μανία τους σοφιστές', σοφοποιέω, ἀντισοφιστεύω, ἀντιφιλοσοφέω, δοκησισοφέω, ἐμφιλοσοφέω, ἐπισοφίζομαι, θεοσοφέω, κατασοφίζομαι 'ελέγχω με σοφίσματα, απατώ', κατασοφιστεύω, καταφιλοσοφέω 'αποδεικνύω, ερμηνεύω φιλοσοφικώς', προσφιλοσοφέω, ὑπερσοφιστεύω
      • επίθετα: σοφισματικός, σοφόδωρος, σοφόνοος, σοφοποιός, ἀσόφιστος, αὐτόσοφος, ἀφιλοσόφητος, ἐμφιλόσοφος, θεόσοφος, ἰατροσοφιστικός, παντόσοφος, πολύσοφος, φιλοσοφικός
      • επιρρήματα: ἀσόφως, θεοσόφως, πανσόφως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %σοφ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • σοφιστικότης, σοφοδιδάσκαλος, σοφολογιότης, σοφολογιώτατος, σοφοπανοσιότης
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %σοφ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %σοφ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ήπ. Θράκ. σοφίζω 'φτιάχνω επιδέξια, σοφίζομαι', Χίος σοφίζομαι 'χλευάζω', Κρ. μετασοφίζω 'βελτιώνω, διορθώνω τον τρόπο που μιλώ', Κεφαλλ. σοφός 'πανούργος', σοφάδι (ουδ.) 'πονηρός'