Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἀκίνητος
    • επίθετο
    • -ος, -ον
    • ἀκινήτως
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. αυτός που δεν κινείται, αμετακίνητος, σταθερός |φυσική 2. νωθρός, αργός, αργόστροφος Β. |μτφ. 1. σταθερός, αμετάβλητος, αναλλοίωτος |για θεσμούς και νόμους 2. απαραβίαστος, ιερός, άρρητος |θρησκεία 3. αμετάπειστος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ακίνητα, αδιάλειπτα, αμετάβλητα

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α.
    • 1. αυτός που δεν κινείται, αμετακίνητος, σταθερός
    • ΗΡ 6.98 κινήσω καὶ Δῆλον ἀκίνητόν περ ἐοῦσαν
    • φυσική
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1012b ἔστι γάρ τι ὃ ἀεὶ κινεῖ τὰ κινούμενα͵ καὶ τὸ πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον αὐτό
    • ΠΛ Τιμ 55e ἀκινητοτάτη γὰρ τῶν τεττάρων γενῶν γῆ καὶ τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη
    • ΑΡΙΣΤ Φυσ 184b ἀνάγκη δ΄ ἤτοι μίαν εἶναι τὴν ἀρχὴν ἢ πλείους͵ καὶ εἰ μίαν͵ ἤτοι ἀκίνητον͵ ὥς φησι Παρμενίδης καὶ Μέλισσος͵ ἢ κινουμένην͵ ὥσπερ οἱ φυσικοί
    • 2. νωθρός, αργός, αργόστροφος
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Βατρ 898 γλῶσσα μὲν γὰρ ἠγρίωται͵/ λῆμα δ΄ οὐκ ἄτολμον ἀμφοῖν͵/ οὐδ΄ ἀκίνητοι φρένες { η γλώσσα αγρίεψε, η καρδιά και των δυο δεν είναι άτολμη, ούτε κοιμισμένο το μυαλό }
    • Β.
    • μτφ.
    • 1. σταθερός, αμετάβλητος, αναλλοίωτος
    • για θεσμούς και νόμους
    • ΘΟΥΚ 1.71.3 ἡσυχαζούσῃ μὲν πόλει τὰ ἀκίνητα νόμιμα ἄριστα { σε καιρό ειρήνης οι σταθεροί θεσμοί είναι πολύ προτιμότεροι }
    • ΞΕΝ ΛακΠολ 14.1 εἰ καὶ νῦν ἔτι μοι δοκοῦσιν οἱ Λυκούργου νόμοι ἀκίνητοι διαμένειν
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1269a οὐδὲ τοὺς γεγραμμένους ἐᾶν ἀκινήτους βέλτιον
    • 2. απαραβίαστος, ιερός, άρρητος
    • θρησκεία
    • ΗΡ 1.187 οὗτος ὁ τάφος ἦν ἀκίνητος μέχρις οὗ ἐς Δαρεῖον περιῆλθε ἡ βασιληίη
    • ΣΟΦ ΟιδΚ 624 άλλ΄ οὐ γὰρ αὐδᾶν ἡδὺ τἀκίνητ΄ ἔπη { επειδή δεν είναι ευχάριστο να λέει κανείς τα άρρητα }
    • ΣΟΦ Αντ 1060 ὄρσεις με τἀκίνητα διὰ φρενῶν φράσαι { θα με κάνεις να σου πω τα μυστικά μου }
    • 3. αμετάπειστος
    • ΣΟΦ Αντ 1027 ὅστις ἐς κακὸν/ πεσὼν ἀκῆται μηδ΄ ἀκίνητος πέλῃ
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ ακίνητα, αδιάλειπτα, αμετάβλητα
    • ΙΣΟΚΡ 2.18 πρέπει καὶ συμφέρει τὴν τῶν βασιλέων γνώμην ἀκινήτως ἔχειν περὶ τῶν δικαίων
    • ΠΛ Τιμ 38a τὸ δὲ ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ ἔχον ἀκινήτως οὔτε πρεσβύτερον οὔτε νεώτερον προσήκει γίγνεσθαι διὰ χρόνου
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΚΙΝΕΩ >
    • Από: στερητικό ἀ- + κινη- (από έκταση του ε)+ -τος.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε2
    • επίθετο συγκρ. ἀκινητότερος, υπερθ. ἀκινητότατος
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἀκινησία, κίνησις, κίνημα, κινητήρ, τό κινητήριον, κινάθισμα 'κίνηση με θόρυβο', κιναιδεία ή κιναιδία 'ασέλγεια', κίναιδος, κινηθμός 'κίνηση', μετακίνησις, συγκίνησις
      • ρήματα: ἀκινητέω, ἀκινητίζω, κινέω, ἀνακινέω, διακινέω, ἐκκινέω, μετακινέω, προκινέω, συγκινέω
      • επίθετα: ἀκίνητος, κινητέος, κινητήριος, κινητικός, κινήσιος, κινησιφόρος, κινησίφυλλος, κινησίχθων, δυσκίνητος, ἀμετακίνητος, ἀεικίνητος
      • επιρρήματα: ἀμετακινήτως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. ἡ κινώ, ιων. κίνυμαι
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἀκίνησις, ἀκινητίνδα 'παιχνίδι κατά το οποίο έμενε κάποιος ακίνητος', κινητής, τό κίνητρον ή κίνηθρον, κινούρης 'αυτός που κουνάει την ουρά του', κίνυγμα 'κάτι κινούμενο', κιναθισμός, κιναίδισμα, κιναιδολογία, ἀντικίνησις, ἐκκίνησις, αὐτοκινησία, διακίνημα, ἀνακίνημα, μετακίνημα, συγκίνημα, ἀπόκινος 'άσεμνος κωμικός χορός'
      • ρήματα: κινύσσω, κινύσσομαι, κιναθίζω, κιναιδεύομαι 'είμαι κίναιδος', κιναιδίζομαι 'φέρομαι ως κίναιδος', κιναιδολογέω, κιναρύζομαι 'θρηνώ με βογγητά και κινήσεις', ἀντικινέω, ἐπικινέω, ἀντιπαρακινέω, ἀποκινέω
      • επίθετα: ἀκινήεις, κινητός, κιναιδογράφος, κιναιδολόγος, κιναιδώδης, κινησίγαιος, ἀπαρακίνητος, δυσμετακίνητος, αἰθεροκίνητος, παρακινηματικός 'αυτός που έχει τα λογικά του ταραγμένα'
      • επιρρήματα: κιναιδῶς, ἀκινητί ή ἀκινητεί, ἀκινήτως, ἀπαρακινήτως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %κιν%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ακινητοποιέω, ακινητοποίητος (φρουρά), ακινητότης, κινητότης, κινητοσκόπιον, κινησιοσκόπιον, κινητοποιέω, κινητοποίησις, κινητοποιητικός, κινητοποίητος, κινητόπλασμα, κινητογράφος, κινητικότης, κινητήρ, κινησοθεραπεία, κινησιγνώμων, κινηματοφωτόγραφον, κινηματομετρία, κινηματογράφος, κινηματογραφικός, κινηματογραφικώς, κινηματογραφήματα, κινηματική
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %κιν%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. κίνηση, Πόντ. το κινητικόν
      • Οι λέξεις η κίνηση και το κινητικόν επιβιώνει στην Ποντ. διάλεκτο κατευθείαν από τα αρχαία ελληνικά. Η λέξη κίναιδος αποδίδεται και στα λατινικά cinaedus.