Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • πυνθάνομαι
    • ρήμα
    • αποθετικό
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • 1. μαθαίνω κτ. από κπ. |με αιτ. και γεν. |με αιτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό |με γεν. και ειδική πρόταση |ακούω ή μαθαίνω |με αιτ. |με μτχ. |με απρφ. |με ειδική πρόταση |απόλ. |ακούω να γίνεται λόγος για κτ., ακούω νεότερη αγγελία, πληροφορούμαι |με γεν. 2. ζητώ να μάθω |με αιτ. και γεν. |με περί και γεν. |με αιτ. προσ. |με πλάγια ερώτηση

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • 1. μαθαίνω κτ. από κπ.
    • με αιτ. και γεν.
    • ΗΡ 1.111 πυνθάνομαι τὸν πάντα λόγον θεράποντος
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.2.13 οὐδὲν ἐμοῦ σε δεήσει πυνθάνεσθαι
    • ΠΛ Ευθυδ 280b ἐπυνθανόμην αὐτοῦ τὰ πρότερον ὡμολογημένα
    • με αιτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΘΟΥΚ 1.22.2 τὰ δ᾽ ἔργα τῶν πραχθέντων ἐν τῷ πολέμῳ οὐκ ἐκ τοῦ παρατυχόντος πυνθανόμενος ἠξίωσα γράφειν
    • ΞΕΝ Απομν 1.1.9 τοὺς τὰ τοιαῦτα παρὰ τῶν θεῶν πυνθανομένους ἀθέμιτα ποιεῖν ἡγεῖτο
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1073b τὰ δὲ πυνθανομένους παρὰ τῶν ζητούντων
    • με γεν. και ειδική πρόταση
    • ΘΟΥΚ 2.57.1 ὡς ἐπυνθάνοντο τῶν αὐτομόλων ὅτι ἐν τῇ πόλει εἴη
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 6.3.23 τῶν καταλελειμμένων ἐπυνθάνοντο ὅτι οἱ μὲν Θρᾷκες ἀφ᾽ ἑσπέρας ᾤχοντο ἀπιόντες
    • ακούω ή μαθαίνω
    • με αιτ.
    • ΑΝΔΟΚ 1.45 Βοιωτοὶ δὲ πεπυσμένοι τὰ πράγματα ἐπὶ τοῖς ὁρίοις ἦσαν ἐξεστρατευμένοι
    • ΘΟΥΚ 1.31.2 πυνθανόμενοι δὲ οἱ Κερκυραῖοι τὴν παρασκευὴν αὐτῶν ἐφοβοῦντο
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 1302 οὐδὲ πυνθάνεσθε ταῦτ᾽, ὦ παρθένοι, τἀν τῇ πόλει;
    • ΠΛ Παρμ 126b ἀλλὰ τί μάλιστα πυνθάνῃ;
    • με μτχ.
    • ΘΟΥΚ 1.64.2 καὶ πυνθανόμενοι οἱ ἐν τῇ πόλει Ἀθηναῖοι τὴν Παλλήνην ἀτείχιστον οὖσαν
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 1.7.16 ἐπειδὴ πυνθάνεται Κῦρον προσελαύνοντα
    • ΛΥΣ 25.22 ἐπειδὴ δὲ ἐπυνθάνεσθε τοὺς μὲν τρισχιλίους στασιάζοντας
    • με απρφ.
    • ΑΙΣΧ Χο 839 νέαν φάτιν δὲ πεύθομαι λέγειν τινὰς
    • ΗΡ 1.69 ὑμέας γὰρ πυνθάνομαι προεστάναι τῆς Ἑλλάδος
    • ΛΥΣ 6.37 πυνθάνομαι δ᾽ αὐτὸν μέλλειν ἀπολογήσεσθαι
    • με ειδική πρόταση
    • ΘΟΥΚ 3.29.1 πυνθάνονται πρῶτον ὅτι ἡ Μυτιλήνη ἑάλωκεν
    • ΔΗΜ 47.38 ἐπεπύσμην αὐτὸν ὅτι οὐκ εἴη γεγαμηκώς
    • απόλ.
    • ΘΟΥΚ 6.17.4 ἄλλως τε καὶ εἰ στασιάζουσιν, ὥσπερ πυνθανόμεθα
    • ΔΗΜ 40.45 κατηγορήσει͵ ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι͵ οὐ μόνον ἐμοῦ͵ ἀλλὰ καὶ τοῦ πατρός
    • ΠΛ Λαχ 196c σὺ τοίνυν, ὦ Σώκρατες, εἰ βούλει πυνθάνεσθαι, πυνθάνου· ἐγὼ δ᾽ ἴσως ἱκανῶς πέπυσμαι
    • ακούω να γίνεται λόγος για κτ., ακούω νεότερη αγγελία, πληροφορούμαι
    • με γεν.
    • ΟΜ Οδ 13.256 πυνθανόμην Ἰθάκης γε καὶ ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ
    • ΠΛ Νομ 635b ὑμῖν γὰρ ὁ νομοθέτης μόνοις Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων, ὧν ἡμεῖς πυνθανόμεθα, τῶν μεγίστων ἡδονῶν καὶ παιδιῶν ἐπέταξεν ἀπέχεσθαι καὶ μὴ γεύεσθαι
    • 2. ζητώ να μάθω
    • με αιτ. και γεν.
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 482 ἀλλὰ βραχέα σου πυθέσθαι βούλομαι, εἰ μνημονικὸς εἶ
    • με περί και γεν.
    • ΘΟΥΚ 4.27.1 ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις πυνθανόμενοι περὶ τῆς στρατιᾶς
    • ΙΣΟΚΡ 17.4 πυνθανόμενος δὲ καὶ περὶ τῆσδε τῆς πόλεως καὶ περὶ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος
    • με αιτ. προσ.
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Θεσμ 620 τὸν ἐμὸν ἄνδρα πυνθάνει;
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.1.3 τὸν δ᾽ ἐμοῦ ἐγγύτατα ταξίαρχον Χρυσάνταν οὐδὲν ἄλλων δέομαι πυνθάνεσθαι
    • με πλάγια ερώτηση
    • ΣΟΦ ΟιδΚ 993 πότερα πυνθάνοι᾽ ἂν εἰ πατήρ σ᾽ ὁ καίνων, ἢ τίνοι᾽ ἂν εὐθέως;
    • ΙΣΟΚΡ 19.30 πυνθανομένη δὲ καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν ὡς διέκειτο
    • ΗΡ 4.167 ἐπυνθάνετο τίς εἴη ὁ Ἀρκεσίλεων ἀποκτείνας
    • ΔΗΜ 18.167 πυνθάνομαι μέντοι διότι πᾶσαν ὑμῖν Ἀθηναῖοι προσφέρονται φιλοτιμίαν
    • ΑΡΙΣΤ επ 1.1.21 πυνθάνονται γάρ, τίνος ἕνεκα τὸν κόσμον φθείρει ὁ θεός;
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΠΥΝΘΑΝΟΜΑΙ >
    • Ο ενεστ. πυνθάνομαι σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ιε. ρίζας *bheudh με έρρινο επένθημα (εκφράζει το τέλος της ενέργειας) και επίθημα -άνω, δηλαδή πυ-ν-θ-άνομαι. Αρχ.ινδ. bódhati, αρχ. σλαβ. Bljudú, αρχ. γερμ. Biotan, κρητ. πεύθω.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • πυνθάνομαι, ἐπυνθανόμην, πεύσομαι, αόρ. β΄ ἐπυθόμην, πέπυσμαι, ἐπεπύσμην
    • ποιητ. ενεστ. πεύθομαι, δωρ. μέλλ. πευσοῦμαι
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: πευθώ (θηλ.) 'νέο', πυθόμαντις 'η μάντιδα του Απόλλωνα'
      • επίθετα: πευστέον 'αυτό που πρέπει να ρωτηθεί', ἀπευθής 'αυτός που αγνοείται ή αγνοεί', πύθιος 'αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον Απόλλωνα', πυθόχρηστος 'αυτός που ορίζεται με χρησμό από το μαντείο των Δελφών'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: πευθήν 'ο κατάσκοπος, αυτός που αναζητά πληροφορίες', πεῦσις 'ερώτηση', πύσμα 'ερώτηση'
      • επίθετα: πευστικός 'αυτός που ρωτά', φιλόπευστος 'αυτός που του αρέσει να ρωτά', ἄπυστος 'αυτός που αγνοεί ή αγνοείται', ἔκπυστος 'αυτός που έχει γίνει γνωστός'
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %πυθ%