Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • προσήκω
    • ρήμα
    • ελλειπτικό
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1. έχω φτάσει σε κπ. τόπο, είμαι κοντά, είμαι παρών |πλησιάζω, εκτείνομαι 2. ανήκω |έχω σχέση με κπ. ή κτ., αφορώ |είμαι συγγενής |με δοτ. 3. ταιριάζω, αρμόζω, είμαι αρμόδιος, κατάλληλος |με δοτ. Β. ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1. ανήκει, αφορά |με άρνηση και γεν. πράγμ. 2. αρμόζει, ταιριάζει |με δοτ. προσ. και απρφ. |με αιτ. προσ. και απρφ. |σπάνια με παράλειψη του απρφ. Γ. |η μτχ. ως επίθ. 1. αυτός που ανήκει σε κπ. |με δοτ. |με γεν. |απόλ. |δικός μου, όχι ξένος |αυτός που έχει σχέση με κτ. |με απρφ. |αυτός που έχει σχέση συγγένειας, συγγενής |με δοτ. |ως ουσ. οἱ προσήκοντες=συγγενής, οικείος |φρ. γένει, κατά γένος προσήκων 2. αυτός που αρμόζει, κατάλληλος, πρόσφορος |με δοτ. |με αιτ. |με απρφ. |το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ. τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει, το χρέος, το καθήκον |μτχ. σε αιτ. ουδ. (απόλ.) προσῆκον |φρ. μᾶλλον τοῦ προσήκοντος |φρ. παρὰ τὸ προσῆκον |φρ. ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος |φρ. οὐκ ἐκ προσηκόντων

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
    • 1. έχω φτάσει σε κπ. τόπο, είμαι κοντά, είμαι παρών
    • ΣΟΦ Φιλ 229 ὡς φίλοι προσήκετε
    • ΕΥΡ Ορεστ 693 ένταῦθ' ἐλπίδος προσήκομεν
    • πλησιάζω, εκτείνομαι
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 4.3.23 κατὰ τὰς προσηκούσας ὄχθας ἐπὶ τὸν ποταμὸν
    • 2. ανήκω
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 814 εἰ δὲ τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές
    • έχω σχέση με κπ. ή κτ., αφορώ
    • ΗΡ 8.100 οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο προσήκει τὸ πάθος
    • ΘΟΥΚ 6.84.2 ὑπολάβῃ δὲ μηδεὶς ὡς οὐδὲν προσῆκον ὑμῶν κηδόμεθα, γνοὺς ὅτι σῳζομένων ὑμῶν καὶ διὰ τὸ μὴ ἀσθενεῖς ὑμᾶς ὄντας ἀντέχειν Συρακοσίοις ἧσσον ἂν τούτων πεμψάντων τινὰ δύναμιν Πελοποννησιοῖς ἡμεῖς βλαπτοίμεθα. ἐν τούτῳ προσήκετε ἤδη ἡμῖν τὰ μέγιστα
    • είμαι συγγενής
    • με δοτ.
    • ΘΟΥΚ 2.29.3 Τηρεῖ δὲ τῷ Πρόκνην τὴν Πανδίονος ἀπ΄ Ἀθηνῶν σχόντι γυναῖκα προσήκει ὁ Τήρης οὗτος οὐδέν { με τον Τήρη τούτο δεν έχει καμιά συγγένεια ο Τηρέας που πήρε γυναίκα την Πρόκνη, την κόρη του Πανδίονα απ' την Αθήνα }
    • 3. ταιριάζω, αρμόζω, είμαι αρμόδιος, κατάλληλος
    • με δοτ.
    • ΠΛ Πολ 443a μοιχεῖαί γε μὴν καὶ γονέων ἀμέλειαι καὶ θεῶν ἀθεραπευσίαι παντὶ ἄλλῳ μᾶλλον ἢ τῷ τοιούτῳ προσήκουσι
    • Β. ΑΠΡΟΣΩΠΟ
    • 1. ανήκει, αφορά
    • με άρνηση και γεν. πράγμ.
    • ΑΝΔΟΚ 4.34 ἐμοὶ μὲν οὐδαμόθεν προσήκει τούτου τοῦ πράγματος
    • ΞΕΝ Ελλ 2.4.40 δικαιοσύνης οὐδὲν ὑμῖν προσήκει
    • 2. αρμόζει, ταιριάζει
    • με δοτ. προσ. και απρφ.
    • ΘΟΥΚ 6.16.1 προσήκει μοι μᾶλλον ἑτέρων, ὦ Ἀθηναῖοι, ἄρχειν
    • ΔΗΜ 19.103 μάλιστα πάντων ἀνθρώπων μισεῖν αὐτῷ προσήκει Φίλιππον
    • ΙΣΟΚΡ 4.170 θαυμάζω δὲ τῶν δυναστευόντων ἐν ταῖς πόλεσιν, εἰ προσήκειν αὐτοῖς ἡγοῦνται μέγα φρονεῖν
    • με αιτ. προσ. και απρφ.
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.16 πολὺ δήπου ὑμᾶς προσήκει καὶ ἀμείνονας καὶ προθυμοτέρους εἶναι
    • σπάνια με παράλειψη του απρφ.
    • ΘΟΥΚ 2.46.2 νῦν δὲ ἀπολοφυράμενοι ὃν προσήκει ἑκάστῳ ἄπιτε
    • Γ.
    • η μτχ. ως επίθ.
    • 1. αυτός που ανήκει σε κπ.
    • με δοτ.
    • ΔΗΜ 21.110 αἰτίαν ἐπήγαγέ μοι φόνου ψευδῆ καὶ οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσαν
    • με γεν.
    • ΠΛ Νομ 643b ἐν τοῖς τοῦ πράγματος ἑκάστοις προσήκουσιν
    • απόλ.
    • δικός μου, όχι ξένος
    • ΘΟΥΚ 1.40.1 μετὰ προσηκόντων ἐγκλημάτων
    • ΑΝΤΙΦ 3.2.10 τὰς οὐ προσηκούσας φέρων ἁμαρτίας
    • ΘΟΥΚ 1.40.5 τοὺς προσήκοντας ξυμμάχους
    • αυτός που έχει σχέση με κτ.
    • ΠΛ Πολ 539d ὁ τυχὼν καὶ οὐδὲν προσήκων ἔρχεται ἐπ΄ αὐτό
    • με απρφ.
    • ΑΙΣΧ Αγ 1079 τὸν θεὸν καλεῖ οὐδὲν προσήκοντ΄ ἐν γόοις παραστατεῖν
    • αυτός που έχει σχέση συγγένειας, συγγενής
    • με δοτ.
    • ΞΕΝ Ελλ 1.7.21 Περικλέα τὸν ἐμοὶ προσήκοντα
    • ως ουσ. οἱ προσήκοντες=συγγενής, οικείος
    • ΞΕΝ Απολ 20 οἱ Ἀθηναῖοι τοῖς φρονιμώτατα λέγουσι πείθονται μᾶλλον ἢ τοῖς προσήκουσιν
    • ΘΟΥΚ 1.128.5 βασιλέως προσήκοντές τινες καὶ ξυγγενεῖς
    • φρ. γένει, κατά γένος προσήκων
    • ΙΣΑΙΟΣ 2.24 τοῖς οὐδὲν γένει προσήκουσιν οὐδεὶς πώποτε ἐφθόνησεν
    • ΙΣΑΙΟΣ 3.63 λαβόντα ἔχειν τὴν κατὰ γένος προσήκουσαν αὐτοῖς γυναῖκα
    • 2. αυτός που αρμόζει, κατάλληλος, πρόσφορος
    • με δοτ.
    • ΔΗΜ 21.196 οὐκ ἔστιν οὐδαμόθεν σοι προσήκων ἔλεος
    • με αιτ.
    • ΠΛ Νομ 952c τελευτήσαντά τε τιμαῖς αὐτὸν προσηκούσαις
    • με απρφ.
    • ΠΛ Πολιτ 496α προσήκοντα ἀκοῦσαι σοφίσματα
    • το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ. τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει, το χρέος, το καθήκον
    • ΞΕΝ Απομν 1.1.13 ἡγοῦνται τὰ προσήκοντα πράττειν
    • μτχ. σε αιτ. ουδ. (απόλ.) προσῆκον
    • ΘΟΥΚ 3.40.4 εἰ δὲ δὴ καὶ οὐ προσῆκοι ὅμως ἀξιοῦτε τοῦτο δρᾶν
    • φρ. μᾶλλον τοῦ προσήκοντος
    • ΙΣΟΚΡ επιστ 8.2 ὁρῶν δ΄ αὐτοὺς λυπουμένους μᾶλλον τοῦ προσήκοντος
    • φρ. παρὰ τὸ προσῆκον
    • ΔΗΜ 11.11 σκορακίζονται καὶ προπηλακίζονται παρὰ τὸ προσῆκον
    • φρ. ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος
    • ΕΥΡ Ηρακλ 214 ἃ δ΄ ἐκτὸς ἤδη τοῦ προσήκοντός σε δεῖ τεῖσαι λέγω σοι παισί
    • φρ. οὐκ ἐκ προσηκόντων
    • ΘΟΥΚ 3.67.2 οὐκ ἐκ προσηκόντων ἁμαρτάνουσιν
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: πρός + ἥκω.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • μόνο ενεστ. προσήκω
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ρήματα: ἥκω, προσήκω, προσήκει 'ανήκει, αρμόζει', ἀνήκω 'φτάνω σε ένα σημείο, προσεγγίζω', ἀφήκω 'φτάνω σε', διήκω 'εκτείνω, φτάνω από ένα σημείο σε άλλο', ἐφήκω 'έχω φτάσει', εἰσήκω 'έχω έρθει μέσα', μεθήκω 'έρχομαι σε αναζήτηση κάποιου', καθήκω 'έρχομαι, πηγαίνω κάτω, μάχομαι', παρήκω 'έχω έρθει κοντά, βρίσκομαι πλησίον', περιήκω 'έχω φτάσει επιτέλους σε κάποιον', προήκω 'έχω προχωρήσει, είμαι πρώτος', συνήκω 'έχω έρθει μαζί, έχω συγκεντρωθεί'
      • επιρρήματα: προσηκόντως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. ποθήκω 'προσήκω'
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής προσηκ%