Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • πόνος
    • ουσιαστικό
    • -ου
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. κοπιαστική εργασία, κόπος, μόχθος (φυσικός και διανοητικός) |ασχολία, δουλειά 2. σωματική άσκηση, εκγύμναση |ειδικότερη σωματική εργασία 3. ο κόπος της μάχης, ο πόλεμος Β. το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου, το έργο Γ. 1. φυσικός πόνος, σωματικό άλγος, ασθένεια 2. ψυχικό άλγος, στενοχώρια, λύπη |αφορμή θλίψης, βάσανο, δυσκολία, συμφορά |προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο, γιος της ΄Εριδας |ως επίρρημα πόνῳ, σύν πόνῳ, πολλῷ πόνῳ, μετὰ πολλοῦ πόνου, ἄνευ πόνου |φρ. ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο |φρ. πόνον παρέχειν τινί |φρ. πόνον (προσ)τιθέναι, (προσ)τίθεσθαι τινί |φρ. πόνον ή πόνους πονεῖν, πονεῖσθαι, πόνους (ὑπο)φέρειν

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. κοπιαστική εργασία, κόπος, μόχθος (φυσικός και διανοητικός)
    • ΟΜ Ιλ 1.467 ἐπεὶ παύσαντο πόνου τετύκοντο τε δαῖτα δαίνυντ'
    • ΣΟΦ Ηλ 945 πόνου τοι χωρὶς οὐδὲν εὐτυχεῖ { τίποτε δεν κερδίζεις δίχως κόπο }
    • ΠΛ Φαιδρ 247b ἔνθα δὴ πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ πρόκειται
    • ασχολία, δουλειά
    • ΟΜ Οδ 11.54 σῶμα γὰρ ἐν Κίρκης μεγάρῳ κατελείπομεν ἡμεῖς ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον, ἐπεὶ πόνος ἄλλος ἔπειγε
    • ΕΥΡ Αλκησ 481 Τιρυνθίῳ πράσσω τιν΄ Εὐρυσθεῖ πόνον
    • 2. σωματική άσκηση, εκγύμναση
    • ΞΕΝ Ιππαρ 8.16 πόνοις καὶ τάχει οἱ ὀλίγοι τῶν πολλῶν....περιγίγνοιντ΄ ἄν
    • ειδικότερη σωματική εργασία
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 3.3.9 στρατιωτικοὺς πόνους φέρειν
    • ΠΙΝΔ Πυθ 2.79 ἐννάλιον πόνον { ο μόχθος της αλιείας }
    • ΕΥΡ Αλκησ 1027 ἀθληταῖσιν ἄξιον πόνον
    • 3. ο κόπος της μάχης, ο πόλεμος
    • ΟΜ Ιλ 16.568 μάχης ὀλοὸς πόνος
    • ΗΡ 9.27 ἐν τοῖσι Τρωικοῖσι πόνοισι
    • ΕΥΡ Ελ 707 νεφέλης ἄρ΄ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
    • Β. το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου, το έργο
    • ΕΥΡ Φοιν 30 τὸν ἐμὸν ὠδίνων πόνον { τον καρπό των πόνων της κοιλιάς μου }
    • ΕΥΡ ΙΑυλ 1501 καλεῖς πόλισμα Περσέως͵/ Κυκλωπιᾶν πόνον χερῶν;
    • Γ.
    • 1. φυσικός πόνος, σωματικό άλγος, ασθένεια
    • ΘΟΥΚ 2.49.3 κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ πόνος μετὰ βηχὸς ἰσχυροῦ
    • ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 586b ὅσαις δ΄ ἂν περὶ τὴν κοιλίαν σφοδρότατοι γένωνται πόνοι͵ αὗται τάχιστα τίκτουσιν
    • 2. ψυχικό άλγος, στενοχώρια, λύπη
    • ΑΙΣΧ Πρ 66 σῶν ὕπερ (= ὑπὲρ σῶν) στένω πόνων
    • ΕΥΡ Ιππολ 190 πᾶς δ΄ ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων/ κοὐκ ἔστι πόνων ἀνάπαυσις
    • αφορμή θλίψης, βάσανο, δυσκολία, συμφορά
    • ΣΟΦ Αντ 646 ὅστις δ΄ ἀνωφέλητα φιτύει τέκνα͵/ τί τόνδ΄ ἂν εἴποις ἄλλο πλὴν αὑτῷ πόνους/ φῦσαι
    • ΟΜ Ιλ 21.525 Ἀχιλεὺς Τρώεσσι πόνον καὶ κήδε΄ ἔθηκεν { ο Αχιλλέας εστοίβαζε στους Τρώες καημούς και πίκρες }
    • ΑΙΣΧ Περ327 εἷς ἀνὴρ πλεῖστον πόνον ἐχθροῖς παρασχών
    • ΠΙΝΔ Νεμ 10.78 παῦροι δ΄ ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν
    • προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο, γιος της ΄Εριδας
    • ΗΣ Θεογ226 Ἔρις στυγερὴ τέκε μὲν Πόνον ἀλγινόεντα
    • ως επίρρημα πόνῳ, σύν πόνῳ, πολλῷ πόνῳ, μετὰ πολλοῦ πόνου, ἄνευ πόνου
    • ΑΙΣΧ Περ 509 Θρῄκην περάσαντες μόγις πολλῷ πόνῳ
    • ΠΛ Σοφ230a μετὰ δὲ πολλοῦ πόνου τὸ νουθετητικὸν εἶδος τῆς παιδείας σμικρὸν ἀνύτειν
    • ΞΕΝ Απομν 2.1.28 τῶν γὰρ ὄντων ἀγαθῶν καὶ καλῶν οὐδὲν ἄνευ πόνου καὶ ἐπιμελείας θεοὶ διδόασιν ἀνθρώποις
    • φρ. ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ειρ 1216 τὸ σφήκωμ΄ ἔχει πόνον πολύν
    • φρ. πόνον παρέχειν τινί
    • ΠΛ Πολ 526c ἅ γε μείζω πόνον παρέχει μανθάνοντι καὶ μελετῶντι
    • φρ. πόνον (προσ)τιθέναι, (προσ)τίθεσθαι τινί
    • ΘΟΥΚ 1.78.1 καὶ μὴ ἀλλοτρίαις γνώμαις καὶ ἐγκλήμασι πεισθέντες οἰκεῖον πόνον πρόσθησθε
    • φρ. πόνον ή πόνους πονεῖν, πονεῖσθαι, πόνους (ὑπο)φέρειν
    • ΕΥΡ Εκ 779 τοῦτον ματεύουσ΄ ἢ πονοῦσ΄ ἄλλον πόνον;
    • ΠΛ Πολ 536e οἱ μὲν γὰρ τοῦ σώματος πόνοι βίᾳ πονούμενοι χεῖρον οὐδὲν τὸ σῶμα ἀπεργάζονται { οι σωματικοί κόποι, και αν επιβάλλονται στο σώμα με τη βία, δεν το βλάπτουν ούτε καθόλου χειρότερο το κάνουν }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΠΕΝΟΜΑΙ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο7
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: πόνος, πονηρία, πονήρευμα 'τέχνασμα, πονηρία', πόνημα 'έργο, εργασία', διαπόνημα, γεωπονία
      • ρήματα: πένομαι 'εργάζομαι, κουράζομαι, μοχθώ, κοπιάζω , είμαι φτωχός, έχω έλλειψη από κάτι', πονέω 'εργάζομαι, μοχθώ, κοπιάζω', ἀμφιπονέομαι, διαπονέω 'κάνω κάτι με πολύ κόπο', ἐκπονέω, ἐπιπονέω, καταπονέω, προπονέω, πονηρεύομαι 'βρίσκομαι σε κακή κατάσταση, είμαι κακοήθης', γεωπονέω, ματαιοπονέω
      • επίθετα: πονηρός 'αυτός που παρέχει πόνους, αυτός που ταλαιπωρείται από κόπους, κακός, ανάξιος, κακοήθης', ἄπονος, δορίπονος 'αυτός που ασχολείται με τον πόλεμο, πολεμικός', δύσπονος 'επίπονος, κοπιαστικός', εὔπονος, μελεόπονος 'αυτός που μοχθεί ανάμεσα σε συμφορές', πολύπονος, ἀλεξίπονος, ἐθελόπονος 'αυτός που κοπιάζει εθελουσίως', λυσίπονος, παυσίπονος, φερέπονος 'αυτός που προκαλεί θλίψεις, αυτός που υπομένει κόπους', φιλόπονος, γεωπόνος 'αυτός που δουλεύει στη γη'
      • επιρρήματα: ἀπόνως, ἐπιπόνως, φιλοπόνως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: πόνησις, διαπόνησις, καταπόνησις, παραπόνησις, ματαιοπονία, ματαιοπόνημα
      • επίθετα: πονόεις, διάπονος 'βασανισμένος, ταλαίπωρος', κατάπονος 'κουρασμένος', ματαιόπονος, φυγόπονος
      • επιρρήματα: πολυπόνως, ἐμπόνως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • πονοδοντίατρος, πονοκαταπαυστήρ, πονόπλαστος, πονηρολογήματα, πονηρολόγος, καταπονήματα, καταπονητικός, καταπονητικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. πολύπονος 'αρρωστιάρης', Μήλος καταπονώ, Κάρπαθ. καταπονιώ, Σκύρ. καταπονού, Ίμβρ. Λέσβ. καταπουνώ
      • Από το αρχικό ρήμα πένομαι προέρχονται δυο μεγάλες σημασιολογικές οικογένειες λέξεων. Η μία οικογένεια ορίζεται από τη διατήρηση του φωνήεντος -ε- του θέματος (πενία, πένης, πενιχρός) και δηλώνει την φτώχεια και την έλλειψη από κάτι. Η δεύτερη οικογένεια χαρακτηρίζεται από τη μετατροπή του φωνήεντος του θέματος σε -ο- και δίνει τις λέξεις που μελετήθηκαν σε αυτήν την ενότητα. Κυρίαρχες έννοιες σε αυτήν την οικογένεια: δουλειά, κόπος, μόχθος, εργασία, βάσανα.