Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • πολίτης
    • ουσιαστικό
    • -ου
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα, ελεύθερος πολίτης |με γεν. |αντ. του ἰδιώτης |αντ. του ξένος 2. συμπολίτης |φρ. ἀγαθός πολίτης, χρηστὸς πολίτης, αντ. κακὸς πολίτης, πονηρὸς πολίτης |φρ. φύσει, γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης |φρ.ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ, δίνω σε κπ. τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β. |το ουσ. ως επίθ. αυτός που ανήκει στην πόλη

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα, ελεύθερος πολίτης
    • ΟΜ Ιλ 15.558 Ἴλιον αἰπεινὴν ἑλέειν κτάσθαι τε πολίτας { θα γκρεμίσουν την Τροία την αψηλή συθέμελα και το λαό θα σφάξουν }
    • ΙΣΟΚΡ 4.107 ἔχοντες γὰρ χώραν μὲν ὡς πρὸς τὸ πλῆθος τῶν πολιτῶν ἐλαχίστην͵ ἀρχὴν δὲ μεγίστην
    • ΘΟΥΚ 6.32.2 ξυνεπηύχοντο δὲ καὶ ὁ ἄλλος ὅμιλος ὁ ἐκ τῆς γῆς τῶν τε πολιτῶν καὶ εἴ τις ἄλλος εὔνους παρῆν σφίσιν
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1275a πολίτης δ΄ ἁπλῶς οὐδενὶ τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς
    • με γεν.
    • ΣΟΦ Αντ 806 ὁρᾶτ΄ ἔμ΄͵ ὦ γᾶς πατρίας πολῖται
    • ΑΝΤΙΦ 5.78 ἑτέρας πόλεως πολίτης γεγενημένος
    • αντ. του ἰδιώτης
    • ΘΟΥΚ 2.60.2 ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ὀρθουμένην ὠφελεῖν τοὺς ἰδιώτας ἢ καθ΄ ἕκαστον τῶν πολιτῶν εὐπραγοῦσαν
    • αντ. του ξένος
    • ΔΗΜ 23.23 πότερα ξένος ἢ μέτοικος ἢ πολίτης ἐστίν
    • ΑΡΙΣΤ ΗΜεγ 2.11.45 τὸ δὴ δίκαιόν ἐστιν καὶ ξένῳ πρὸς πολίτην καὶ δούλῳ πρὸς δεσπότην
    • 2. συμπολίτης
    • ΘΟΥΚ 3.63.2 ἐγένεσθε... Ἀθηναίων ξύμμαχοι καὶ πολῖται
    • ΞΕΝ Ελλ 7.3.12 οἱ μέντοι πολῖται αὐτοῦ ὡς ἄνδρα ἀγαθὸν κομισάμενοι ἔθαψάν τε ἐν τῇ ἀγορᾷ
    • ΙΣΑΙΟΣ 12.12 ἀδελφὸς ἡμῶν ἐστιν οὑτοσὶ Εὐφίλητος καὶ πολίτης ὑμέτερος
    • φρ. ἀγαθός πολίτης, χρηστὸς πολίτης, αντ. κακὸς πολίτης, πονηρὸς πολίτης
    • ΞΕΝ Απομν 4.2.12 οὐχ οἷόν τέ γε ἄνευ δικαιοσύνης ἀγαθὸν πολίτην γενέσθαι
    • ΑΝΔΟΚ 4.1 πολίτου δὲ ἀγαθοῦ νομίζω προκινδυνεύειν ἐθέλειν τοῦ πλήθους
    • ΠΛ Απολ 25c πότερόν ἐστιν οἰκεῖν ἄμεινον ἐν πολίταις χρηστοῖς ἢ πονηροῖς;
    • φρ. φύσει, γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης
    • ΔΗΜ 45.78 τοῖς μὲν γένει πολίταις ὑμῖν ἱκανόν ἐστι λῃτουργεῖν ὡς οἱ νόμοι προστάττουσι͵ τοὺς δὲ ποιητοὺς ἡμᾶς ὡς ἀποδιδόντας χάριν
    • ΙΣΟΚΡ 4.105 φύσει πολίτας ὄντας νόμῳ τῆς πολιτείας ἀποστερεῖσθαι
    • ΔΗΜ 59.28 τοὺς μὲν φύσει πολίτας καὶ γνησίως μετέχοντας τῆς πόλεως
    • φρ.ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ, δίνω σε κπ. τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη
    • ΞΕΝ Ελλ 7.3.8 ὃς δούλους μὲν οὐ μόνον ἐλευθέρους ἀλλὰ καὶ πολίτας ἐποίει
    • ΛΥΣ 20.35 μὴ ἡμᾶς ἀντὶ μὲν ἐπιτίμων ἀτίμους ποιήσητε͵ ἀντὶ δὲ πολιτῶν ἀπόλιδας
    • ΙΣΟΚΡ 9.54 τὸν δὲ διὰ πολλὰς καὶ μεγάλας εὐεργεσίας νόμῳ πολίτην ἐπεποίηντο
    • Β.
    • το ουσ. ως επίθ. αυτός που ανήκει στην πόλη
    • ΑΙΣΧ ΕπτΘ 253 θεοὶ πολῖται͵ μή με δουλείας τυχεῖν
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Εκκλ 574 πολίτην δῆμον { δημότες της πόλης }
    • Η λέξη πολίτης απαντά στα oμηρικά έπη και χρησιμοποιείται από τον Πίνδαρο, τον Αισχύλο και τον Ηρόδοτο για να δηλώσει τους κατοίκους της πόλης, όπου η εξουσία ασκείται από έναν βασιλιά ή τύραννο, ενώ στη δημοκρατική Αθήνα αποκτά πολιτικό χαρακτήρα. Ο Αριστοτέλης ως πολίτη ορίζει αυτόν που έχει το δικαίωμα να μετέχει σε δικαστικό ή βουλευτικό αξίωμα. Για εξαιρετικούς λόγους είναι δυνατό να πάρει την ιδιότητα του πολίτη κάποιος που δεν είναι "φύσει πολίτης".
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΠΟΛΙΣ >
    • Από: πολ- + -ίτης.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο1.2α
    • ιων. πολιήτης
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: πόλις, πτόλις, πτολίεθρον, πολίχνη, πόλισμα 'το κατοικημένο μέρος μιας πόλης', πολιτεία, πολῖτις (θηλ.), πολίτευμα, ἀπόπολις 'εξόριστος', πολιτοφύλαξ, μικροπολίτης 'ο πολίτης μικρής πόλης', νεοπολίτης 'νέος πολίτης', συμπολίτης
      • ρήματα: πολίζω 'κτίζω, ιδρύω πόλη', πολιορκέω, πολιτεύω, ἀντιπολιτεύομαι, διαπολιτεύομαι 'είμαι πολιτικός αντίπαλος', ἐμπολιτεύω 'είμαι πολίτης, έχω πολιτικά δικαιώματα', καταπολιτεύομαι 'υποτάσσω με την πολιτική', συμπολιτεύω
      • επίθετα: πολιοῦχος, πολιτοφθόρος, ἀπολίτευτος, μικροπολιτικός
      • επιρρήματα: πολιτικῶς
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. πολιήτης
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: πολισμάτιον, πολισμός 'η κτίση, η ίδρυση μιας πόλης', πολιτάρχης, πολίταρχος, πολιταρχία, πολιτευτής, πολιτισμός 'τα πολιτικά πράγματα', πολιτογραφία, πολιτογράφος, πολιτοκάπηλος 'αυτός που εμπορεύεται τις δημόσιες θέσεις', πολιτοκοπία 'δημοκοπία', πολιτοφυλακία, ἀντιπολιτεία 'αντιπολίτευση', ἀρχιπολίτης, ἀστυπολίτης, διαπολιτεία, διαπολιτευτής, ἐρημοπολίτης, ἰσοπολίτης, κακοπολιτεία 'κακή διακυβέρνηση της πολιτείας', κοσμοπολίτης, μητροπολίτης 'πολίτης της μητροπόλεως', μικροπολιτεία, οὐρανοπολίτης, πρωτοπολίτης, συμπολιτεία, συμπολίτευσις, φιλοπολίτης
      • ρήματα: πολιατεύω 'είμαι πολίτης', πολιταρχέω, πολιτογραφέω, πολιτοκοπέω, πολιτοφυλακέω, προπολιτεύομαι
      • επίθετα: πολιτοκόπος, εὐπολίτευτος, μητροπολιτικός
      • επιρρήματα: πολιτευτικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • πολιτάρχοντες, πολιτειακός, πολιτειογραφία, πολιτειογράφος, πολιτειολογέω, πολιτειολογία, πολιτειολογικός, πολιτειολόγος, πολιτευματικός, πολίτευσις, πολιτευτίνα, πολιτεύτρια, πολιτικολογέω, πολιτικολογία, πολιτικολόγοι, πολιτικομανία, πολιτικοοικονομικός, πολιτικοσατυρικός, πολιτικοστρατιωτικός, πολιτικοφιλόσοφοι, πολιτικοχρηματισταί, πολιτισμός, πολιτιστικός, πολιτικοεκλογικός, πολιτικοθρησκευτικός, πολιτογράφησις, πολιτοκρατία, πολιτοφρουρά, πολιτοφύλακες, πολιτοφυλακή
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. πολιτεύω 'εκτιμώ, υπολογίζω', Αστυπ. πολιτεύκομαι 'είμαι πολίτης', Πόντ. πολιτεύκουμαι, Κρ. πολιτεύγομαι 'είμαι πολίτης', Κρ. πολιτικιά 'η πόρνη', πολιτικιάζω 'εκπορνεύομαι, εκδίδομαι'