Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • πέμπω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. στέλνω, στέλνω μακριά, αποστέλλω |με αιτ. και δοτ. |με αιτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό |με αιτ. και μτχ. 2. στέλνω μήνυμα, στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω, αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή |στέλνω για να πω, στέλνω διαταγή |στέλνω ως δώρο, στέλνω χάρισμα, δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3. αποπέμπω, κάνω ή αφήνω κπ. ή κτ. να φύγει 4. οδηγώ, συνοδεύω |συμμετέχω σε μια πομπή, σε μια παρέλαση Β. ΜΕΣΟ |στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ. κάπου για χάρη μου Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. αποστέλλομαι 2. φέρομαι εν πομπή

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. στέλνω, στέλνω μακριά, αποστέλλω
    • με αιτ. και δοτ.
    • ΔΗΜ 23.156 γνοὺς δὲ τοῦτο πέμπει τὴν ἐπιστολὴν ὑμῖν
    • με αιτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΔΗΜ 19.306 καὶ συνεβούλευεν ὑμῖν πέμπειν τινὰς εἰς Ἀρκαδίαν
    • ΘΟΥΚ 8.95.2 Ἀθηναῖοι...πέμπουσι Θυμοχάρη στρατηγὸν καὶ ναῦς ἐς Ἐρετρίαν
    • ΞΕΝ Ελλ 4.8.17 οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι...Θίβρωνα πέμπουσιν ἐπὶ πολέμῳ πρὸς αὐτόν { και οι Λακεδαιμόνιοι...στέλνουν το Θίβρωνα για να τον πολεμήσει }
    • με αιτ. και μτχ.
    • ΘΟΥΚ 3.71.2 πέμπουσι δὲ καὶ ἐς Ἀθήνας εὐθὺς πρέσβεις περί τε τῶν πεπραγμένων διδάξοντας
    • ΣΟΦ Αι 781 πέμπει με σοὶ φέροντα τάσδ᾽ ἐπιστολὰς
    • 2. στέλνω μήνυμα, στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω, αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή
    • ΘΟΥΚ 3.105.3 πέμπουσι δὲ καὶ ἐπὶ Δημοσθένη τὸν ἐς τὴν Αἰτωλίαν Ἀθηναίων στρατηγήσαντα { έστειλαν μήνυμα στο Δημοσθένη, ο οποίος ήταν στρατηγός των Αθηναίων που βρίσκονταν στην Αιτωλία }
    • στέλνω για να πω, στέλνω διαταγή
    • ΞΕΝ Ελλ 3.1.7 πέμπουσιν οἱ ἔφοροι ἀπολιπόντα Λάρισαν στρατεύεσθαι ἐπὶ Καρίαν { στέλνουν διαταγή (σ' αὐτόν) οι έφοροι να εγκαταλείψει τη Λάρισα και να εκστρατεύσει εναντίον της Καρίας }
    • στέλνω ως δώρο, στέλνω χάρισμα, δίνω ως εφόδια ταξιδιού
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 6.1.15 οὗτοι δὲ ξένια πέμπουσι τοῖς Ἕλλησιν
    • 3. αποπέμπω, κάνω ή αφήνω κπ. ή κτ. να φύγει
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 1518 γῆς μ΄ ὅπως πέμψεις ἄποικον
    • 4. οδηγώ, συνοδεύω
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.6.2 ὦ παῖ͵ ὅτι μὲν οἱ θεοὶ ἵλεῳ τε καὶ εὐμενεῖς πέμπουσί σε...δῆλον { παιδί μου, είναι φανερό ότι οι θεοί σε συνοδεύουν εὐνοϊκοί και φιλικοί }
    • συμμετέχω σε μια πομπή, σε μια παρέλαση
    • ΔΗΜ 4.26 πλὴν ἑνὸς ἀνδρός͵ ὃν ἂν ἐκπέμψητ΄ ἐπὶ τὸν πόλεμον͵ οἱ λοιποὶ τὰς πομπὰς πέμπουσιν ὑμῖν μετὰ τῶν ἱεροποιῶν
    • Β. ΜΕΣΟ
    • στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ. κάπου για χάρη μου
    • ΑΙΣΧΙΝ 3.63 ὁ μέν γε τὴν ἐξουσίαν ἔδωκε τοῦ δεῦρο κήρυκα καὶ πρέσβεις πέμπεσθαι { ο μεν Φιλοκράτης εξουσιοδότησε (τον Φίλιππο) να στείλει εδώ κήρυκα και πρέσβεις }
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 556 ἔπειθες ἢ οὐκ ἔπειθες ὡς χρείη μ᾽ ἐπὶ/ τὸν σεμνόμαντιν ἄνδρα πέμψασθαί τινα;
    • Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ
    • 1. αποστέλλομαι
    • ΔΗΜ 7.1 δεινὸν γὰρ ἂν εἴη͵ εἰ τὴν ἐπὶ τοῦ βήματος παρρησίαν αἱ παρ΄ ἐκείνου πεμπόμεναι ἐπιστολαὶ ἀνέλοιεν
    • ΔΗΜ 23.159 τῆς ἐπιστολῆς ὑμῖν ἐκείνης πεπεμμένης
    • 2. φέρομαι εν πομπή
    • ΗΡ 2.49 τὸν δ΄ ὦν (=αττ. οὖν) φαλλὸν τὸν τῷ Διονύσῳ πεμπόμενον { τον φαλλό, ο οποίος φερόταν εν πομπή προς τιμή του Διονύσου }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΠΕΜΠΩ >
    • Η αναγωγή σε ιε. ρίζα είναι μάλλον αδύνατη. Εντούτοις, το σύστημα του ρήματος εμφανίζει την αναμενόμενη εναλλαγή μεταξύ απαθούς και ετεροιωμένης βαθμίδας (πέμπω, πέμψις, πεμπτήρ έναντι πέπομφα, πομπή, πομπός).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ5.1
    • πέμπω, ἔπεμπον, πέμψω, ἔπεμψα, πέπομφα, ἐπεπόμφειν
    • πέμπομαι, ἐπεμπόμην, (σύνθ. -πέμψομαι), ἐπεμψάμην, πέπεμμαι, (σύνθ. -επεπέμμην)
    • παθ. μέλλ. πεμφθήσομαι, παθ. αόρ. ἐπέμφθην
    • δωρ. μέλλ. πεμψῶ
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: πέμψις, ἀπόπεμψις, ἔκπεμψις, ἐπίπεμψις, μετάπεμψις, πομπή, ἀποπομπή, διαπομπή, ἐκπομπή, μεταπομπή, παραπομπή 'αποστολή με συνοδεία', προπομπή, πομπός, πομπεύς, πομπεία 'πομπή, λοιδορία', πόμπευσις 'πομπή, λοιδορία'
      • ρήματα: ἀναπέμπω, ἀποπέμπω, διαπέμπω 'στέλνω σε διαφορετικά μέρη', εἰσπέμπω, ἐκπέμπω, ἐπιπέμπω, καταπέμπω, μεταπέμπω, παραπέμπω, περιπέμπω, προπέμπω, προσπέμπω, πομπεύω 'συνοδεύω, υβρίζω', ἀποδιοπομπέομαι 'αποτρέπω το κακό με εξιλαστήρια θυσία στο Δία, απομακρύνω'
      • επίθετα: μετάπεμπτος, ὑπόπεμπτος 'σταλμένος κρυφά', πομπαῖος 'αυτός που συνοδεύει', πόμπιμος, πομπικός, ἀναπομπός, εὐθυπομπός, εὔπομπος 'αυτός που οδηγεί σε ευτυχισμένο αποτέλεσμα', θεόπομπος, προπομπός, νεκροπομπός, ταχύπομπος, ψυχοπομπός, ναυσίπομπος, ὠκύπομπος 'αυτός που μεταφέρει γρήγορα'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: πομπευτής, πεμπτήρ, ἀναπομπή, ἐπιπομπή, πομπίλος 'ψάρι που συνοδεύει τα πλοία', τά παραπομπικά 'τα χρήματα που ξοδεύονται για την αποστολή με συνοδεία', διάπεμψις
      • ρήματα: διαπομπεύω, ἐμπομπεύω, ἐπιπομπεύω, προπομπεύω, συμπομπεύω, ἀποπεμπέω, προπεμπέω, πομποστολέω 'περιφέρω σε πομπή'
      • επίθετα: πομπευτήριος, ἀπόπεμπτος, δύσπεμπτος, περίπεμπτος, ἀποπεμπτικός, προπεμπτικός, προπεμπτήριος, ἀποπομπαῖος, κρυφοπομπαῖος, ἀναπόμπιμος, διαπόμπιμος, ἀποπόμπιμος, παραπομπός, παραπόμπιμος
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • πομπευτής 'μεταξοσκώληκας', πομπολάτραι 'Φαρισσαίοι', αποδιοπομπαίος (τράγος)
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Άνδρ. Αστυπ. Κάρπαθ. Κώς. Κρ. Κύπ. Μήλος Μύκ. Νάξ. Ρόδ. Σίφν. Τήνος Θήρα πέμπω 'στέλνω', Κεφαλλ. Κέρκ. Οθ. Σκύρ. πέβω 'στέλνω', Απουλ. πέφτω 'στέλνω', Μεγίστη γέμπω 'στέλνω'
      • Το ρήμα ἀποδιοπομπέομαι σημαίνει αρχικά 'διώχνω από την πόλη το δῖον κῲδιον, δηλαδή το εξιλαστήριο κριάρι, αποτρέπω κακό με εξιλαστήρια θυσία στο Δία'. Στη συνέχεια προσέλαβε τη σημασία 'εκδιώκω, αποβάλλω'. Πρόκειται για παγανιστικό έθιμο που απαντά και στο εβραϊκό τελετουργικό εκδίωξης τράγου -φορέα των αμαρτιών όλων των πιστών- στην έρημο ανά επταετία.