Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • μέμφομαι
    • ρήμα
    • αποθετικό και ελλειπτικό
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • 1. μέμφομαι, κατηγορώ, ψέγω κπ. ή κτ. |με αιτ. προσ. ή πράγμ. |με σύστ.Α 2. κατακρίνω κπ. για κτ. |με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ. |με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ. |με γεν. προσ. και αιτ. πράγμ. 3. βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ. |με δοτ. προσ. |με μτχ. συνημμένη στο Α 4. παραπονούμαι για κτ. |με γεν. πράγμ. |με απρφ. και μή |με ὅτι |με ὡς |με εἰ

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • 1. μέμφομαι, κατηγορώ, ψέγω κπ. ή κτ.
    • με αιτ. προσ. ή πράγμ.
    • ΔΗΜ 19.93 πάλιν ἐνταῦθα περὶ τούτου μέμφεταί τις Αἰσχίνην;
    • ΞΕΝ Συμπ 8.13 τῶν δὲ τοῦ σώματος ἐπιθυμούντων πολλοὶ μὲν τοὺς τρόπους μέμφονται
    • με σύστ.Α
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Πλουτ 10 μέμψιν δικαίαν μέμφομαι ταύτην
    • 2. κατακρίνω κπ. για κτ.
    • με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ.
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 525 ταῦτ΄ οὖν ὑμῖν μέμφομαι/ τοῖς σοφοῖς
    • με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ.
    • ΑΙΣΧ ΕπτΘ 651 οὔποτ΄ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτων μέμψῃ
    • με γεν. προσ. και αιτ. πράγμ.
    • ΘΟΥΚ 1.84.1 τὸ βραδὺ καὶ μέλλον͵ ὃ μέμφονται μάλιστα ἡμῶν { για τις αργές αποφάσεις και τις αναβολές, για τις οποίες προπαντός μας κατακρίνουν }
    • 3. βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ.
    • με δοτ. προσ.
    • ΠΛ Κλειτ 406a ἐπεὶ δὲ δῆλος εἶ μεμφόμενος μέν μοι
    • με μτχ. συνημμένη στο Α
    • ΠΛ Φαιδρ 234b τοῖς δὲ μὴ ἐρῶσιν οὐδεὶς πώποτε τῶν οἰκείων ἐμέμψατο ὡς διὰ τοῦτο κακῶς βουλευομένοις περὶ ἑαυτῶν
    • 4. παραπονούμαι για κτ.
    • με γεν. πράγμ.
    • ΕΥΡ Εκ 962 εἴ τι μέμφῃ τῆς ἐμῆς ἀπουσίας { αν έχεις κάποιο παράπονο για μένα, για τη μη προσέλευσή μου }
    • με απρφ. και μή
    • ΘΟΥΚ 3.42.1 οὔτε τοὺς μεμφομένους μὴ πολλάκις περὶ τῶν μεγίστων βουλεύεσθαι ἐπαινῶ
    • με ὅτι
    • ΘΟΥΚ 8.50.5 τά τε πρότερα μεμφόμενος ὅτι οὐ καλῶς ἐκρύφθη { ο Φρύνιχος παραπονέθηκε ότι οι προηγούμενες ενέργειές του δεν τηρήθηκαν μυστικές }
    • με ὡς
    • ΠΛ Κριτων 50d τοῖς νόμοις τοῖς περὶ τοὺς γάμους͵ μέμφῃ τι ὡς οὐ καλῶς ἔχουσιν; { παραπονιέσαι ότι οι νόμοι σχετικά με τον γάμο δεν είναι καλοί σε κάτι; }
    • με εἰ
    • ΘΟΥΚ 4.85.2 εἰ δὲ χρόνῳ ἐπήλθομεν...μηδεὶς μεμφθῇ { κι αν ήρθαμε τόσο αργά, ας μην μας κατηγορήσει κανείς }
    • ΠΛ Θεαγ 127a μέμφῃ εἰ ἀπορεῖ ὅτι σοι χρήσηται; { τον κατηγορείς που δεν ξέρει τι να σε κάνει! }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΜΕΜΦΟΜΑΙ >
    • Από το ιε. ρ. *membh- (=κρίνω, κατακρίνω). Πιθανώς συσχετίζεται με το γοτθ. bimampjan (=περιγελώ, χλευάζω, υβρίζω) και το αρχ. ιρλανδ. mebul.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ5
    • μέμφομαι, ἐμεμφόμην, μέμψομαι, ἐμεμψάμην
    • (μτγν. παθ. μέλλ. μεμφθήσομαι), (μτγν. παθ. μέλλ. ἐμέμφθην)
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: μέμψις 'μομφή', μομφή, μόμφος, ἀμεμφεία ή ἀμεμφία 'το να είναι κανείς άμεμπτος', ἐπιμομφή 'μομφή, παράπονο', κατάμεμψις 'ψόγος, κατηγορία', μεμψιμοιρία
      • ρήματα: ἀντιμέμφομαι, ἀπομέμφομαι 'επιπλήττω κάποιον με αυστηρότητα', διαμέμφομαι 'μέμφομαι υπερβολικά', ἐπιμέμφομαι 'επιρρίπτω μομφή σε κάποιον', καταμέμφομαι 'βρίσκω κάτι ελαττωματικό, επικρίνω, ψέγω', μεμψιμοιρέω 'παραπονιέμαι για τη μοίρα μου'
      • επίθετα: μεμπτός, ἄμομφος, ἄμεμπτος, ἀμεμφής, ἐπίμομφος, κατάμομφος, κατάμεμπτος, μεμψίμοιρος
      • επιρρήματα: ἀμέμπτως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: μέμφειρα 'μομφή', μεμφωλή 'μομφή', ἐπίμεμψις
      • ρήματα: μεμψιβολέω 'επιρρίπτω μομφές', παραμέμφομαι, ὑπομέμφομαι
      • επίθετα: μεμπτέος, μεμπτικός 'αυτός που έχει διάθεση να μέμφεται', ἀμεμψιμοίρητος, ἀμεμψίμοιρος 'αυτός που δεν παραπονιέται για την τύχη του', ἐπίμεμπτος, ἐπιμεμφής, πολυμεμφής, φιλομεμφής
      • επιρρήματα: μεμπτῶς, ἀμεμψιμοιρήτως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %μεμφ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • μεμψιμοίρημα, μεμψιμοιρικός, μεμψιμοιρισμοί, μεμψιλογία
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Εύβ. μέφφομαι, μέφουμαι, μέβομαι 'κατηγορώ', Αίγινα Λευκ. Μέγ. Πόντ. Σάμ. μέφομαι 'υποψιάζομαι', Μύκ. Νίσ. Θήρα μέφομαι 'κατηγορώ', Λευκ. Σάμ. Σκόπε. μέφουμι 'υποψιάζομαι', Σκιάθ. μέφουμι 'κατηγορώ', Πόντ. μέφκουμαι, ἐμέφκουμαι 'ελπίζω', Νίσ. μέφτρια 'καχύποπτη', Σάμ. κακου-μέφτουμι 'υποπτεύομαι', κακου-μέφτης, κακόμιφτους 'καχύποπτος', μ(ι)μπτόλουγου 'προσβλητικός', Χάλκη Ρόδ. μεμψάϊ 'κουσούρι'