Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • αἰσχρός
    • επίθετο
    • -ά, -όν και -ός, -όν
    • αἰσχρῶς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α.δύσμορφος, άσχημος |για την εξωτερική εμφάνιση Β. |ως κοινωνικός και ηθικός χαρακτηρισμός 1. επονείδιστος, άτιμος, ανάρμοστος |αντ. του καλός |με ηθική σημασία 2. υβριστικός 3. ακατάλληλος Γ. |ως ουσ. τὸ αἰσχρὸν=ατίμωση, ανυποληψία |ΕΠΙΡΡΗΜΑ αισχρά, άτιμα, άπρεπα

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α.δύσμορφος, άσχημος
    • για την εξωτερική εμφάνιση
    • ΟΜ Ιλ 2.216 (για τον Θερσίτη) αἴσχιστος δὲ ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθε
    • ΗΡ 1.196 αἰσχίονας παρθένους ἐλάμβανον { έπαιρναν τις πιο άσχημες παρθένες }
    • Β.
    • ως κοινωνικός και ηθικός χαρακτηρισμός
    • 1. επονείδιστος, άτιμος, ανάρμοστος
    • ΤΥΡΤ απ 11.19 αἰσχρὸς δ΄ ἐστὶ νέκυς κατακείμενος ἐν κονίῃσι { προκαλεί ντροπή ο νεκρός που κείτεται στη σκόνη }
    • ΠΛ Γοργ 474c αἴσχιον πότερον τὸ ἀδικεῖν ἢ τὸ ἀδικεῖσθαι;
    • ΗΡ 1.99 γελᾶν τε καὶ πτύειν καὶ ἅπασι εἶναι ἀντίον τούτου (ενν. τοῦ βασιλέως) αἰσχρόν
    • αντ. του καλός
    • με ηθική σημασία
    • ΠΛ Ευθυφ 7d σκόπει εἰ τάδε ἐστὶ τό τε δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον καὶ καλὸν καὶ αἰσχρὸν καὶ ἀγαθὸν καὶ κακόν
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1111a πότερον οὐδὲν ἑκουσίως πράττομεν τῶν δι΄ ἐπιθυμίαν καὶ θυμόν͵ ἢ τὰ καλὰ μὲν ἑκουσίως τὰ δ΄ αἰσχρὰ ἀκουσίως;
    • 2. υβριστικός
    • ΟΜ Ιλ 3.38 τὸν δ΄ Ἕκτωρ νείκεσσεν ἰδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσιν
    • 3. ακατάλληλος
    • ΔΗΜ 18.178 μηδέν αἰσχρὸς γὰρ ὁ καιρός
    • ΞΕΝ Απομν 3.8.7 πολλάκις δὲ τὸ μὲν πρὸς δρόμον καλὸν πρὸς πάλην αἰσχρόν { πολλές φορές αυτό που είναι κατάλληλο για το τρέξιμο είναι ακατάλληλο για την πάλη }
    • Γ.
    • ως ουσ. τὸ αἰσχρὸν=ατίμωση, ανυποληψία
    • ΣΟΦ Φιλ 475 τοῖσι γενναίοισί τοι τό τ΄ αἰσχρὸν ἐχθρὸν καὶ τὸ χρηστὸν εὐκλεές
    • ΑΝΔΟΚ 2.9 ὄντων γὰρ κακῶν τοσούτων τῇ πόλει ἀδύνατον ἦν ταῦτα ἰαθῆναι ἄλλως ἢ τῷ ἐμῷ αἰσχρῷ { ήταν αδύνατο να θεραπευτούν αυτά με άλλο τρόπο παρά μόνο με τη δική μου ατίμωση }
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ αισχρά, άτιμα, άπρεπα
    • ΙΣΟΚΡ 2.36 αἱροῦ καλῶς τεθνάναι μᾶλλον ἢ ζῆν αἰσχρῶς
    • ΗΡ 6.45 οὗτος μέν νυν ὁ στόλος αἰσχρῶς ἀγωνισάμενος ἀπαλλάχθη ἐς τὴν Ἀσίην
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 366 σὺν τοῖς φιλτάτοις αἴσχισθ΄ ὁμιλοῦντα { αισχρά σμίγεις με τους πιο αγαπητούς σου }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΙΣΧΟΣ >
    • Από: αἰσχ- + επίθημα -ρ- + -ός.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε2α
    • επίθετο συγκρ. αἰσχίων, υπερθ. αἴσχιστος
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἀναισχυντία, ἀναισχύντημα, αἰσχύνη, αἰσχροκέρδεια, αἰσχρολογία, αἰσχρουργία, αἰσχρότης
      • ρήματα: αἰσχύνω, ἀναισχυντέω-ῶ, αἰσχροεπέω-ῶ, αἰσχρολογέω-ῶ, αἰσχρουργέω-ῶ
      • επίθετα: ἀναίσχυντος, αἰσχυντηλός, αἰσχυντηρός, αἰσχυντικός, αἰσχροκερδής, αἰσχρόμητις, αἰσχροποιός, ὑπέραισχρος
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: αἰσχυντηλία, αἰσχροποιία, αἰσχροσύνη, αἰσχρορρημοσύνη, αἰσχρορρήμων
      • ρήματα: αἰσχροποιέω-ῶ, αἰσχρορρημονέω-ῶ
      • επίθετα: αἰσχροεπής, αἰσχρολόγος, αἰσχρουργός, πάναισχρος
      • επιρρήματα: αἰσχροκερδῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %αισχ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • αισχρόνεοι, αισχρόφυλλα, αισχροήθεια, αισχρογραφίαι, αισχροκερδικός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %αισχ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %αισχ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Αμορ. Σίκ. άσκιστον 'εξαιρετικά μεγάλη ατυχία', Ρόδ. αισκύνομαι, Κύπ. αισσύνομαι, Θράκ. ᾽ξαισκύνομαι 'ντρέπομαι'
      • Από τον τύπο του υπερθετικού βαθμού του αρχαίου ελληνικού επιθέτου αἰσχρός, δηλαδή αἴσχιστος, παράγεται το νεοελληνικό διαλεκτικό ἄσκιστον, 'το πάρα πολύ κακό', και επομένως 'η εξαιρετικά μεγάλη ατυχία'.