Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • κρίνω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. χωρίζω, διακρίνω, αποχωρίζω, θέτω κατά μέρος 2. υποβάλλω σε ανάκριση, εξετάζω, ερωτώ |ΣΟΦ |υποβάλλω σε κρίση, κατηγορώ, δικάζω |με γεν. της ποινής ή του εγκλήματος |εκδίδω καταδικαστική απόφαση, καταδικάζω 3. διαλέγω, εκλέγω 4. κρίνω προκειμένου για κπ. ή για κτ. |κρίνω, εκφέρω κρίση ή απόφαση |απόλ. |εκφέρω κρίση, διαιτητική απόφαση για φιλονικία, δίκη, αγώνα |με σύστ. Α 5. εξηγώ, ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο 6. αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι, θεωρώ ότι ... |με αιτ. ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ. |χωρίς απρφ. |αποφασίζω υπέρ κπ., προτιμώ, προκρίνω Β. ΜΕΣΟ 1. διαλέγω, εκλέγω 2. φτάνω σε αποτέλεσμα 3. φιλονικώ, ερίζω, μάχομαι Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. εκλέγομαι, προτιμώμαι, διακρίνομαι 2. υπόκειμαι σε κρίση, κατηγορούμαι, οδηγούμαι σε δίκη, δικάζομαι, κρίνομαι, κατακρίνομαι, καταδικάζομαι |με γεν. της ποινής ή του εγκλήματος

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. χωρίζω, διακρίνω, αποχωρίζω, θέτω κατά μέρος
    • ΟΜ Ιλ 5.501 ὅτε τε ξανθὴ Δημήτηρ κρίνῃ ἐπειγομένων ἀνέμων καρπόν τε καὶ ἄχνας
    • ΞΕΝ Απομν 3.1.9 ὥστε αὐτοὺς ἂν ἡμᾶς δέοι τούς τε ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακοὺς κρίνειν
    • ΑΡΙΣΤ Ψυχ 425b καὶ γὰρ ὅταν μὴ ὁρῶμεν͵ τῇ ὄψει κρίνομεν καὶ τὸ σκότος καὶ τὸ φῶς
    • 2. υποβάλλω σε ανάκριση, εξετάζω, ερωτώ
    • ΣΟΦ
    • ΣΟΦ Αντ 398 ἄναξ͵ τήνδ΄ αὐτὸς ὡς θέλεις λαβὼν καὶ κρῖνε κἀξέλεγχε
    • ΣΟΦ Ηλ 1445 σέ τοι͵ σὲ κρίνω͵ ναὶ σὲ τὴν ἐν τῷ πάρος χρόνῳ θρασεῖαν
    • υποβάλλω σε κρίση, κατηγορώ, δικάζω
    • ΔΗΜ 19.233 τοῦτον μὲν τοίνυν οὐκ ἔκρινεν Αἰσχίνης͵ ὅτι τὸν αὑτοῦ παῖδ΄ ἐπ΄ αἰσχύνῃ πρὸς Φίλιππον ἔπεμψεν
    • ΙΣΟΚΡ 15.129 περὶ προδοσίας ἔκρινεν { (η πόλη) τον εισήγαγε σε δίκη για προδοσία }
    • με γεν. της ποινής ή του εγκλήματος
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.2.14 καὶ θανάτου δὲ οὗτοι κρίνουσι { αυτοί δικάζουν τις υποθέσεις που τιμωρούνται με θάνατο }
    • εκδίδω καταδικαστική απόφαση, καταδικάζω
    • ΔΗΜ 19.232 οὐ μόνον κρίνετε τούτους τήμερον, οὔ, ἀλλὰ καὶ νόμον τίθεσθ᾽ εἰς ἅπαντα τὸν μετὰ ταῦτα χρόνον
    • 3. διαλέγω, εκλέγω
    • ΟΜ Ιλ 1.309 Ἀτρεΐδης...ἐν δ΄ ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσιν
    • ΣΟΦ ΟιδΚ 640 Οἰδίπου͵ δίδωμί σοι κρίναντι χρῆσθαι { Οιδίποδα, σου επιτρέπω να χρησιμοποιήσεις, αφού διαλέξεις, όποιο από τα δύο θέλεις }
    • 4. κρίνω προκειμένου για κπ. ή για κτ.
    • ΘΟΥΚ 2.40.2 οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα { κρίνουμε μόνοι μας για τις πολιτικές πράξεις ή επινοούμε ορθές υποδείξεις }
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1109b ἐν παντὶ δὲ μάλιστα φυλακτέον τὸ ἡδὺ καὶ τὴν ἡδονήν· οὐ γὰρ ἀδέκαστοι κρίνομεν αὐτήν
    • κρίνω, εκφέρω κρίση ή απόφαση
    • απόλ.
    • ΘΟΥΚ 3.65.3 ἀλλ΄ οὔτ΄ ἐκεῖνοι͵ ὡς ἡμεῖς κρίνομεν͵ οὔτε ἡμεῖς { αλλά ούτε εκείνοι, όπως εμείς κρίνουμε, έπραξαν άδικα, ούτε εμείς }
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1368a ἐκ γὰρ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα καταμαντευόμενοι κρίνομεν { διότι, πράγματι, από εκείνα που έχουν γίνει ως τώρα, συνάγουμε συμπεράσματα και εκ των προτέρων σχηματίζουμε κρίσεις και για το μέλλον }
    • εκφέρω κρίση, διαιτητική απόφαση για φιλονικία, δίκη, αγώνα
    • ΗΡ 2.129 δίκας δὲ σφι πάντων βασιλέων δικαιοτάτας κρίνειν { μου είπαν ότι αυτός απ' όλους τους βασιλιάδες έβγαζε τις δικαιότερες δικαστικές αποφάσεις }
    • ΘΟΥΚ 6.39.1 κρῖναι δ΄ ἂν ἀκούσαντας ἄριστα τοὺς πολλούς { για να κρίνουν όμως ποιο είναι το σωστό, αφού ακούσουν όλες τις γνώμες, πιο άξιοι είναι οι πολλοί }
    • με σύστ. Α
    • ΠΛ Πολ 360e τὴν δὲ κρίσιν αὐτὴν τοῦ βίου πέρι ὧν λέγομεν͵ ἐὰν διαστησώμεθα τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον͵ οἷοί τ΄ ἐσόμεθα κρῖναι ὀρθῶς { θα μπορέσουμε να εκφέρουμε σωστή κρίση για όσα λέγαμε για τη ζωή, αν ξεχωρίσουμε τον απόλυτα δίκαιο άνθρωπο από τον απόλυτα άδικο }
    • 5. εξηγώ, ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο
    • ΗΡ 1.120 ἐκάλεε τοὺς αὐτοὺς τῶν μάγων οἳ τὸ ἐνύπνιόν οἱ ταύτῃ ἔκριναν
    • ΑΙΣΧ Πρ 485 κἄκρινα πρῶτος ἐξ ὀνειράτων ἃ χρὴ/ ὕπαρ γενέσθαι
    • 6. αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι, θεωρώ ότι ...
    • με αιτ. ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ.
    • ΠΛ Θεαιτ 170d ἢ ἀεὶ σὲ κρίνομεν ἀληθῆ δοξάζειν;
    • ΥΠΕΡ 6.22 ὅσῳ δεινότερα τὰ προσδοκώμεν΄ ἂν γενέσθαι κρίνομεν͵ τοσούτῳ μειζόνων ἐπαίνων τοὺς τετελευτηκότας ἀξίους χρὴ νομίζειν { όσο πιο δεινά θεωρούμε ότι θα ήταν τα αποτελέσματα, τόσο πιο }
    • χωρίς απρφ.
    • ΕΥΡ απ 269 Ἔρωτα δ΄ ὅστις μὴ θεὸν κρίνει μέγαν καὶ τῶν ἁπάντων δαιμόνων
    • αποφασίζω υπέρ κπ., προτιμώ, προκρίνω
    • ΠΛ Πολ 399e οὐδέν γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, καινὸν ποιοῦμεν, ὦ φίλε, κρίνοντες τὸν Ἀπόλλω καὶ τὰ τοῦ Ἀπόλλωνος ὄργανα πρὸ Μαρσύου τε καὶ τῶν ἐκείνου ὀργάνων
    • ΑΙΣΧ Ικ 396 κρῖνε σέβας τὸ πρὸς θεῶν
    • Β. ΜΕΣΟ
    • 1. διαλέγω, εκλέγω
    • ΟΜ Οδ 4.408 σὺ δ΄ ἐῢ κρίνασθαι ἑταίρους τρεῖς͵ οἵ τοι παρὰ νηυσὶν ἐϋσσέλμοισιν ἄριστοι
    • 2. φτάνω σε αποτέλεσμα
    • ΟΜ Ιλ 2.385 ὥς κε πανημέριοι στυγερῷ κρινώμεθ΄ Ἄρηϊ { για να παλεύουμε όλη τη μέρα στο μισητό πόλεμο }
    • ΗΣ Θεογ 882 Τιτήνεσσι δὲ τιμάων κρίναντο βίηφι { κατάφεραν με τη δύναμή τους να κανονίσουν την πάλη με τους Τιτάνες για τα αξιώματα }
    • 3. φιλονικώ, ερίζω, μάχομαι
    • ΘΟΥΚ 4.122.5 οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι πρέσβεις πέμψαντες παραβήσεσθαι ἔφασαν αὐτοὺς τὰς σπονδάς, καὶ τῆς πόλεως ἀντεποιοῦντο Βρασίδᾳ πιστεύοντες, δίκῃ τε ἑτοῖμοι ἦσαν περὶ αὐτῆς κρίνεσθαι
    • ΕΥΡ Μηδ 609 ὡς οὐ κρινοῦμαι τῶνδέ σοι τὰ πλείονα
    • Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ
    • 1. εκλέγομαι, προτιμώμαι, διακρίνομαι
    • ΟΜ Οδ 13.181 Ποσειδάωνι δὲ ταύρους δώδεκα κεκριμένους ἱερεύσομεν
    • ΠΙΝΔ Νεμ 7.7 παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κριθείς εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης μετὰ πενταέθλοις
    • 2. υπόκειμαι σε κρίση, κατηγορούμαι, οδηγούμαι σε δίκη, δικάζομαι, κρίνομαι, κατακρίνομαι, καταδικάζομαι
    • ΠΛ Γοργ 523c ἀμπεχόμενοι γάρ οἱ κρινόμενοι κρίνονται· ζῶντες γὰρ κρίνονται { γιατί οι κατηγορούμενοι δικάζονται καλυπτόμενοι· κι αυτό γιατί κρίνονται όσο είναι στη ζωή }
    • ΔΗΜ 4.47 τῶν στρατηγῶν ἕκαστος δὶς καὶ τρὶς κρίνεται παρ΄ ὑμῖν περὶ θανάτου
    • ΙΣΟΚΡ 15.312 ἀγανακτῶ γὰρ ὁρῶν τὴν συκοφαντίαν ἄμεινον τῆς φιλοσοφίας φερομένην͵ καὶ τὴν μὲν κατηγοροῦσαν͵ τὴν δὲ κρινομένην
    • με γεν. της ποινής ή του εγκλήματος
    • ΛΥΣ 27.3 καὶ οὐ νῦν πρῶτον ὤφθησαν ἀδικοῦντες͵ ἀλλὰ καὶ πρότερον ἤδη δώρων ἐκρίθησαν
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΚΡΙΝΩ >
    • Από: κρι- + πρόσφυμα -ν- + -yo.
    • Το θ. κρι- από ιε. *(s)kri- (μηδενισμένη βαθμίδα της ρ. *(s)keri-), πβ. λατ. cerno (= διακρίνω, χωρίζω) και κελτ.-ουαλ. go-grynu (= κοσκινίζω).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ13.1
    • κρίνω, ἔκρινον, κρινῶ, ἔκρινα, κέκρικα
    • κρίνομαι, ἐκρινόμην, κρινοῦμαι, ἐκρινάμην, κέκριμαι
    • παθ. μέλλ. κριθήσομαι, παθ. αόρ. ἐκρίθην
    • επικ. ιων. μέλλ. κρινέω
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: κριτήρ 'δικαστής', κριτήριον 'ικανότητα κρίσης, κρίση, δικαστήριο', κριτής, κρίσις 'κρίση, απόφαση', ὑπόκρισις ή ὑποκρισία 'απάντηση, υπόδυση ρόλου'
      • ρήματα: ἀνακρίνω, ἀποκρίνομαι, διακρίνω, ἐγκρίνω, εἰσκρίνω 'δέχομαι', ἐκκρίνω 'επιλέγω', κατακρίνω, προκρίνω, προσκρίνω 'αποδίδω', ὑποκρίνομαι 'απαντώ, υποδύομαι ένα ρόλο'
      • επίθετα: κρίσιμος, κριτός 'εκλεκτός', κριτικός 'ικανός να κρίνει'
      • επιρρήματα: διακριδόν 'φανερά, ακριβώς, ξεχωριστά'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἀποκρισιάριος 'αγγελιοφόρος, αντιπρόσωπος', κατάκριμα 'κρίση, καταδίκη', κρίμα 'κρίση, απόφαση, αξιόποινη πράξη, αμαρτία', κρίση 'κρίση, καταδίκη', κριτήριον, πρόκριτος, ὑποκρισία, ὑποκριτής
      • ρήματα: κρίνω 'καταδικάζω', διακρίνομαι 'διστάζω'
      • επίθετα: διακριτικός 'ικανός να διακρίνει, να ξεχωρίζει', ἔγκριτος 'εκλεκτός, σεβαστός'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • κρισιμότης, κριτικογράφος, ανακριτής, διακριτικότης, υποκρίτρια, λογοκρισία, λογοκρίτης, διακριτός, εγκριτικός, εκκριματικός, κατακριτέος, κριτηριακό 'δικαίωμα των πολιτών να κρίνουν, να δικάζουν', λογοκριτικός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ