Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • κόσμος
    • ουσιαστικό
    • -ου
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. τάξη, ευπρέπεια, αρμονία |καλή συμπεριφορά, κοσμιότητα, ευταξία, πειθαρχία 2. διοίκηση, κυβέρνηση |για πόλεις |φρ. κατὰ κόσμον=δεόντως, όπως αρμόζει Β. 1. κόσμημα, στολίδι |στολισμός νεκρών 2. στολισμός, διακόσμηση, καλλωπισμός |μτφ. |κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ. δόξα, τιμή, πίστη, έπαινος Δ. |αστρονομία 1. το σύμπαν, ο κόσμος |το στερέωμα, ο ουρανός 2. η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες |στον πληθ. οι αστέρες

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. τάξη, ευπρέπεια, αρμονία
    • ΗΡ 3.13 οἱ δὲ Αἰγύπτιοι ἐκ τῆς μάχης ὡς ἐτράποντο͵ ἔφευγον οὐδενὶ κόσμῳ
    • ΘΟΥΚ 2.52.2 ἐν καλύβαις πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους διαιτωμένων ὁ φθόρος ἐγίγνετο οὐδενὶ κόσμῳ { έμεναν σε πνιγηρές παράγκες και ήταν κιόλας καλοκαίρι, πέθαιναν }
    • ΞΕΝ Κυν 7.10 ἐπεὶ μὴ ἐν κόσμῳ ἀεὶ τοῦτον ζητοῦσαι τελευτῶσαι γίγνονται ἔκκυνοι { επειδή αυτά τον αναζητούν πάντοτε χωρίς τάξη, αφανίζονται, καθώς ξεκόβουν από την αγέλη των σκύλων }
    • καλή συμπεριφορά, κοσμιότητα, ευταξία, πειθαρχία
    • ΘΟΥΚ 3.108.3 πολλοὶ ἀπέθανον αὐτῶν͵ ἀτάκτως καὶ οὐδενὶ κόσμῳ προσπίπτοντες { πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν, γιατί υποχωρούσαν άτακτα και χωρίς καμιά πειθαρχία }
    • ΘΟΥΚ 8.99.1 ὁ Μίνδαρος πολλῷ κόσμῳ καὶ ἀπὸ παραγγέλματος αἰφνιδίου...ἄρας ἀπὸ τῆς Μιλήτου ναυσὶ τρισὶ καὶ ἑβδομήκοντα ἔπλει ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον { ο Μίνδαρος, με τάξη και πειθαρχία, δίνοντας το πρόσταγμα ξαφνικά, σηκώνοντας άγκυρα από τη Μίλητο μ' εβδομήντα τρία καράβια, αρμένισε προς τον Ελλήσποντο }
    • 2. διοίκηση, κυβέρνηση
    • για πόλεις
    • ΘΟΥΚ 4.76.2 τὰ Βοιώτια πράγματα ἀπό τινων ἀνδρῶν ἐν ταῖς πόλεσιν ἐπράσσετο͵ βουλομένων μεταστῆσαι τὸν κόσμον καὶ ἐς δημοκρατίαν ὥσπερ οἱ Ἀθηναῖοι τρέψαι { γίνονταν διαπραγματεύσεις για τις υποθέσεις της Βοιωτίας από μερικούς άντρες, μέσα από τις πόλεις, που ήθελαν να αλλάξουν το καθεστώς και να το γυρίσουν σε δημοκρατία, όπως και οι Αθηναίοι }
    • ΘΟΥΚ 8.72.2 δείσαντες μή...ναυτικὸς ὄχλος οὔτ΄ αὐτὸς μένειν ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κόσμῳ ἐθέλῃ { γιατί φοβήθηκαν μήπως το πλήθος των ναυτών δε θελήσουν να μείνουν ούτε αυτοί κάτω από ολιγαρχική διοίκηση }
    • φρ. κατὰ κόσμον=δεόντως, όπως αρμόζει
    • ΟΜ Ιλ 17.205 τεύχεα δ΄ οὐ κατὰ κόσμον ἀπὸ κρατός τε καὶ ὤμων εἵλευ { άπρεπα πήρες από το κεφάλι και τους ώμους του τα όπλα }
    • Β.
    • 1. κόσμημα, στολίδι
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.3.2 ὁρῶν δὴ τὸν κόσμον τοῦ πάππου { επειδή λοιπόν (ο Κύρος) έβλεπε τα στολίδια του παππού του }
    • ΕΥΡ Εκ 578 οὐ πέπλον οὐδὲ κόσμον ἐν χεροῖν ἔχων;
    • στολισμός νεκρών
    • ΕΥΡ Τρ 1200 φέρετε͵ κομίζετ΄ ἀθλίῳ κόσμον νεκρῷ
    • 2. στολισμός, διακόσμηση, καλλωπισμός
    • μτφ.
    • ΔΗΜ 13.28 οἰκοδομήματα μέν γε καὶ κόσμον τῆς πόλεως͵ ἱερῶν καὶ λιμένων καὶ τῶν ἀκολούθων τούτοις
    • ΔΗΜ 27.10 ἔπιπλα δὲ καὶ ἐκπώματα καὶ χρυσία καὶ ἱμάτια͵ τὸν κόσμον τῆς μητρός
    • ΠΛ Φαιδ 114e ἄνδρα ὅστις ἐν τῷ βίῳ τὰς μὲν ἄλλας ἡδονὰς τὰς περὶ τὸ σῶμα καὶ τοὺς κόσμους εἴασε χαίρειν
    • κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων)
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1272a οἱ μὲν γὰρ ἔφοροι τὴν αὐτὴν ἔχουσι δύναμιν τοῖς ἐν τῇ Κρήτῃ καλουμένοις κόσμοις͵ πλὴν οἱ μὲν ἔφοροι πέντε τὸν ἀριθμὸν οἱ δὲ κόσμοι δέκα εἰσίν
    • Γ. δόξα, τιμή, πίστη, έπαινος
    • ΣΟΦ Αι 293 γύναι͵ γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει { γυναίκα, στις γυναίκες είναι στολίδι η σιωπή }
    • ΘΟΥΚ 1.5.2 δηλοῦσι δὲ τῶν τε ἠπειρωτῶν τινὲς ἔτι καὶ νῦν͵ οἷς κόσμος καλῶς τοῦτο δρᾶν { το μαρτυρούν ακόμα και σήμερα μερικοί στεριανοί, για τους οποίους θεωρείται έπαινος το να κάνουν επιδέξια τέτοιες πράξεις }
    • ΞΕΝ Απομν 1.2.61 Σωκράτης γε καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κόσμον τῇ πόλει παρεῖχε { ο Σωκράτης και από τους ξένους ανθρώπους θεωρούνταν ότι παρείχε τιμή στην πόλη }
    • Δ.
    • αστρονομία
    • 1. το σύμπαν, ο κόσμος
    • ΠΛ Τιμ 30b δεῖ λέγειν τόνδε τὸν κόσμον ζῷον ἔμψυχον ἔννουν τε τῇ ἀληθείᾳ διὰ τὴν τοῦ θεοῦ γενέσθαι πρόνοιαν
    • ΠΛ Τιμ 55c ἀπείρους χρὴ κόσμους εἶναι λέγειν ἢ πέρας ἔχοντας
    • ΑΡΙΣΤ Κοσμ 391b κόσμος μὲν οὖν ἐστι σύστημα ἐξ οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ τῶν ἐν τούτοις περιεχομένων φύσεων
    • το στερέωμα, ο ουρανός
    • ΙΣΟΚΡ 4.179 τῆς γὰρ γῆς ἁπάσης τῆς ὑπὸ τῷ κόσμῳ κειμένης δίχα τετμημένης { ενώ η γη ολόκληρη που βρίσκεται κάτω από τον ουρανό είναι χωρισμένη σε δύο ηπείρους }
    • 2. η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες
    • ΠΛ Επινομ 987b ἕνα δὲ τὸν ὄγδοον χρὴ λέγειν͵ ὃν μάλιστά τις ἂν κόσμον προσαγορεύοι͵ ὃς ἐναντίος ἐκείνοις σύμπασιν πορεύεται
    • στον πληθ. οι αστέρες
    • ΑΙΣΧ Αγ 355 νὺξ φιλία μεγάλων κόσμων κτεάτειρα
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΚΟΣΜΟΣ >
    • Ίσως συνδέεται με λατ. censeo (=τιμώ), αρχ. ινδ. śamsati, οπότε ανάγεται στον τύπο *κονσ-μος < ιε. *kons- (ετεροιωμένη βαθμίδα της ιε. ρίζας *kens- (=κηρύσσω).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο7
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: κόσμημα, κόσμησις 'διευθέτηση, τακτοποίηση, στολισμός', κοσμητήρ, κοσμητής 'ο διευθυντής, αυτός που στολίζει', κοσμήτωρ 'αρχηγός, οδηγός, διευθυντής', κοσμήτειρα, κοσμιότης, κοσμοποιία 'δημιουργία', ἀκοσμία 'ακαταστασία, υπερβολή, απρεπής διαγωγή', διακόσμησις 'τακτοποίηση, διαρρύθμιση', διάκοσμος, εὐκοσμία, κατακόσμησις 'τακτοποίηση, στόλισμα'
      • ρήματα: κοσμέω, κοσμοποιέω, ἀκοσμέω, ἀποκοσμέω 'απογυμνώνω, αφαιρώ το στολισμό', διακοσμέω 'τακτοποιώ, βάζω σε τάξη', ἐγκοσμέω 'τακτοποιώ', ἐπικοσμέω 'προσθέτω κοσμήματα σε κάποιον ή σε κάτι, πανηγυρίζω', κατακοσμέω 'τακτοποιώ'
      • επίθετα: κοσμητικός 'αυτός που είναι κατάλληλος να διευθύνει ή να τακτοποιεί', κοσμητός 'αυτός που είναι καλά διατεταγμένος, ο ευπρεπισμένος', κοσμικός 'αυτός που ανήκει στον κόσμο, στο σύμπαν', κόσμιος 'ο καλά διατεταγμένος, ο κανονικός, ο μέτριος, ο τακτικός, ο φρόνιμος', ἀκόσμητος, ἄκοσμος, εὔκοσμος
      • επιρρήματα: κοσμίως, ἀκοσμήτως, ἀκόσμως, εὐκόσμως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: κοσμαγός 'ο οδηγός του κόσμου', κοσμαγωγός, κοσμάριον 'μικρό κόσμημα', κοσμάρχης 'ο άρχοντας του κόσμου', κοσμητήριον 'το δωμάτιο του ιματισμού και του καλλωπισμού', κοσμήτρια, κόσμιον 'κόσμημα', κοσμογένεια, κοσμογονία 'η δημιουργία του κόσμου', κοσμογραφία 'η περιγραφή του κόσμου', κοσμεργάτης 'ο δημιουργός του κόσμου', κοσμοθέτης 'ο κυβερνήτης του κόσμου', κοσμοκόμης, κοσμοκράτωρ, κοσμολέτης 'αυτός που καταστρέφει τον κόσμο', κοσμόλεθρος, κοσμοπλάνος, κοσμοπλάστης, κοσμοποιητής, κοσμοποιός, κοσμοπολίτης, κοσμοτεχνῖτις, κοσμουργός, κοσμοφύλαξ, ἐπικόσμημα 'κόσμημα', ἐπικόσμησις, κατάκοσμος
      • ρήματα: κοσμίζω, κοσμοπλαστέω, κοσμουργέω 'δημιουργώ τον κόσμο', κοσμοφορέω, ἀνακοσμέω 'κοσμώ εκ νέου', ἀντικοσμέω, ἐκκοσμέω 'κοσμώ εντελώς', εὐκοσμέω 'φέρομαι με ευπρέπεια', κλινοκοσμέω 'ετοιμάζω κλίνες για δείπνο'
      • επίθετα: κοσμιαῖος 'αυτός που έχει το μέγεθος του σύμπαντος', κοσμιώδης, κοσμόβιος 'αυτός που έχει αφιερωμένη τη ζωή του στα επίγεια', κοσμογόνος, κοσμογράφος, κοσμοδιοικητικός, κοσμοδόχος 'αυτός που καταβροχθίζει τον κόσμο', κοσμοειδής, κοσμοκρατορικός 'αυτός που κυβερνά τον κόσμο', κοσμολογικός, κοσμομανής, κοσμοπληθής, κοσμοπλόκος 'αυτός που συγκρατεί τον κόσμο', κοσμοποιητικός, κοσμοπόθητος, κοσμοπρεπής, κοσμοσώστης, κοσμοσωτήριος, κοσμοτρόφος, κοσμοφθόρος, κοσμoπόθητος, ἀδιακόσμητος, ἀκοσμήεις, διακοσμητικός, ἐγκόσμιος, ἐγκοσμογενής, ἐκκόσμησις, εὐκόσμητος, πάγκοσμος, ὑπερκόσμιος
      • επιρρήματα: κοσμικῶς, ἐγκοσμίως, ὑπερκοσμίως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %κοσμ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • κοσμαγορά, κοσμάκης, κοσμηματογραφέω, κοσμηματογράφησις, κοσμηματογραφία, κοσμηματογράφος, κοσμηματοθήκη, κοσμηματοπωλείον, κοσμηματοπώλης, κοσμηματουργία, κοσμητεία, κοσμήτρια, κοσμικοκαλόγηρος, κοσμικότης, κοσμοαγάπητος, κοσμογήινος, κοσμογλώσσα, κοσμογονικός, κοσμογραφικός, κοσμογυριστής, κοσμοδίδακτος, κοσμοδιδάσκαλος, κοσμοδυνάστης, κοσμοζήλευτος, κοσμοθαύμαστος, κοσμοϊστορικός, κοσμοκάπηλος, κοσμοκαταστρεπτικός, κοσμοκαταστροφή, κοσμοκρατικός, κοσμοκυριαρχία, κοσμολάλητος, κοσμονικητής, κοσμοπεριβόητος, κοσμοπεριηγητής, κοσμοπλημμύρα, κοσμοπολιτεία, κοσμοπολιτικός, κοσμοπολιτικώς, κοσμοπολιτιστικός, κοσμοπολιτισμός, κοσμοσοφία, κοσμοσυνάθροισις, κοσμοσυντέλεια, κοσμοσυρροή, κοσμοσύχναστος, κοσμοφημισμένος, κοσμοχάλασμα, κοσμοχαρμόσυνος
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %κοσμ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %κοσμ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. κοσμοκράτορας