Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • εὐτυχής
    • επίθετο
    • -ής, -ές
    • εὐτυχῶς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη, αυτός που ευνοείται από την τύχη, τυχερός |ευτυχισμένος |το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτυχές=η ευτυχία 2. ευνοημένος, προικισμένος, επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. με καλή τύχη, κατά ευτυχή συγκυρία |με ευτυχία 2. με επιτυχία

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη, αυτός που ευνοείται από την τύχη, τυχερός
    • ΕΥΡ Μηδ 1229 ὄλβου δ΄ ἐπιρρυέντος εὐτυχέστερος ἄλλου γένοιτ΄ ἂν ἄλλος͵ εὐδαίμων δ΄ ἂν οὔ { όταν ο πλούτος έρθει σωρός, τότε ο ένας είναι τυχερότερος από τον άλλο, μα όχι ευτυχισμένος }
    • ΘΟΥΚ 6.17.1 ἕως ἐγώ τε ἔτι ἀκμάζω μετ΄ αὐτῆς καὶ ὁ Νικίας εὐτυχὴς δοκεῖ εἶναι { όσο εγώ βρίσκομαι στην πλέρια άνθησή μου μαζί της, κι όσο ο Νικίας εξακολουθεί να έχει την εύνοια της τύχης }
    • ΕΥΡ Ηρακλ 797 ἀλλά σ΄ εὐτυχῆ φίλων/ μάχης ἀγῶνα πρῶτον ἀγγεῖλαι θέλω
    • ΑΡΙΣΤ ΗΜεγ 2.8.8 ἔστιν οὖν ἡ εὐτυχία ἄλογος φύσις· ὁ γὰρ εὐτυχής ἐστιν ὁ ἄνευ λόγου ἔχων ὁρμὴν πρὸς τἀγαθά͵ καὶ τούτων ἐπιτυγχάνων
    • ευτυχισμένος
    • ΗΡ 1.32 πολλοὶ μὲν γὰρ ζάπλουτοι ἀνθρώπων ἀνόλβιοί εἰσι͵ πολλοὶ δὲ μετρίως ἔχοντες βίου εὐτυχέες
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.1.1 οἱ δὲ κἂν ὁποσονοῦν χρόνον ἄρχοντες διαγένωνται͵ θαυμάζονται ὡς σοφοί τε καὶ εὐτυχεῖς ἄνδρες γεγενημένοι
    • το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτυχές=η ευτυχία
    • ΘΟΥΚ 2.44.1 τὸ δ΄ εὐτυχές͵ οἳ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσιν...τελευτῆς { η ευτυχία ανήκει σε εκείνους που τους έλαχε ο πιο αξιοπρεπής θάνατος }
    • 2. ευνοημένος, προικισμένος, επιτυχημένος
    • ΠΛ Ευθυδ 279e περὶ αὐλημάτων εὐπραγίαν οἱ αὐληταὶ εὐτυχέστατοί εἰσιν { οι αυλητές είναι που τα καταφέρνουν πολύ καλά στην εκτέλεση των αυλημάτων }
    • ΠΛ Νομ 766a ὅμως μὴν παιδείας μὲν ὀρθῆς τυχὸν καὶ φύσεως εὐτυχοῦς͵ θειότατον ἡμερώτατόν τε ζῷον γίγνεσθαι φιλεῖ { αλλά κι ο άνθρωπος, αν τύχει καλής διαπαιδαγώγησης, αν είναι μάλιστα και από τη φύση του προικισμένος, κατά κανόνα γίνεται το πιο θεϊκό και το πιο ήμερο από όλα τα πλάσματα }
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. με καλή τύχη, κατά ευτυχή συγκυρία
    • ΠΛ Νομ 686c τοῦτο μὲν ἄρα...εὐτυχῶς πως ἐμβεβήκαμέν γε εἴς τινα σκέψιν ἱκανήν { να λοιπόν που αυτή τη φορά, κατά ευτυχή συγκυρία, μπήκαμε σε ένα θέμα αρκετά σημαντικό }
    • με ευτυχία
    • ΣΟΦ Αντ 701 ἐμοὶ δὲ σοῦ πράσσοντος εὐτυχῶς͵ πάτερ͵ οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα τιμιώτερον
    • 2. με επιτυχία
    • ΠΛ Ευθυδ 280a εὐτυχέστερον ἂν οἴει πράττειν μετὰ σοφοῦ πράττων ἢ μετὰ ἀμαθοῦς; { πιστεύεις πως θα τα κατάφερνες με μεγαλύτερη επιτυχία, αν προσπαθούσες με σοφό μαζί ή με αμαθή; }
    • ΕΥΡ ΙΤαυ 1481 καθιδρύσαιντό τ΄ εὐτυχῶς βρέτας
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: εὖ + -τυχής.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε18
    • επίθετο συγκρ. εὐτυχέστερος, υπερθ. εὐτυχέστατος
    • επίρρημα συγκρ. εὐτυχέστερον, υπερθ. εὐτυχέστατα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: τύχη, ἀποτυχία, ἐπιτυχία, ἀτύχημα, ἀτυχία, δυστύχημα, δυστυχία, εὐτύχημα, εὐτυχία, ἀπότευγμα 'αποτυχία', ἀπότευξις 'αποτυχία', ἔντευξις 'συνάντηση', ἐπίτευξις
      • ρήματα: ἀποτυγχάνω, ἐντυγχάνω, ἐπιτυγχάνω, ξυντυγχάνω, παρατυγχάνω, προστυγχάνω, συντυγχάνω, ἀντιτυγχάνω, δυστυχέω, ἐνδυστυχέω, ἀτυχέω, εὐτυχέω
      • επίθετα: ἀνδροτυχής 'αυτή που αξιώνεται άνδρα', ἀποτυχής, ἐπιτυχής, ἀτυχής, δυστυχής, εὐτυχής, προστυχής, ἀτευχής 'άοπλος', τυχηρός, ἐπιτευκτικός 'αυτός που πετυχαίνει τον σκοπό του'
      • επιρρήματα: δυστυχῶς, ἐπιτυχῶς
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἀνεπιτυχία, ἀποτύχημα, ἐπιτύχημα, ἐντύχημα, ἐντυχία, εὐτύχησις, δυστύχησις, ἀνεπιτευξία, ἀτευξία, τεῦξις 'κατασκευή', ὑπότευξις, ἔντευγμα, ἐπίτευγμα
      • ρήματα: κατατυγχάνω, κατεντυγχάνω, κατεπιτυγχάνω, μετατυγχάνω, περιτυγχάνω, προεντυγχάνω, προπαρατυγχάνω, προσεντυγχάνω, προσεπιτυγχάνω, ὑπερεντυγχάνω, ὑποτυγχάνω, διεντυγχάνω, διευτυχέω
      • επίθετα: ἀγαθότυχος, ἀδυστύχητος, ἀπρόστυχος, ἄτυχος, δύστυχος, εὐτυχόβουλος, ἀνέντευκτος, ἀνεπίτευκτος, ἀξιοεπίτευκτος, ἀποτευκτικός, ἐντευκτικός, ἄτευκτος, ἀτεύχητος 'άοπλος', αὐτότευκτος, αὐτουργότευκτος, ἀχειρότευκτος, ὀψίτυχος, δύστυχος, κακότυχος, τυχαῖος, τυχικός
      • επιρρήματα: ἀτυχέως, ἀτυχῶς, ἀποτευκτικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %τυχ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • τυχαιότης, τυχάρπαστος, τυχηροπαιξία, τυχοδιωκτέω, τυχοδιώκτης, τυχοδιωκτικός, τυχοδιωκτικώς, τυχοδιώκτις, τυχοδιωκτισμός, τυχοδιώκτρια, τυχοδιωξία, τυχοδοκιμασταί, τυχοθεραπεία, τυχοθήρας, τυχοθηρικός, τυχοκερδής, τυχοπαιξία, ευτύχισις, ευτυχιστικώτατα, δυστυχηματαπόδειξις
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %τυχ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %τυχ%
      • Τυχεῖα ονομάζονταν γιορτές προς τιμή της θεάς Τύχης. Τα ρήματα τυγχάνω και τεύχω διαφέρουν σημασιολογικά, αλλά ανήκουν στην ίδια οικογένεια γιατί προέρχονται από την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα *dheugh.