Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • εὐσεβής
    • επίθετο
    • -ής, -ές
    • εὐσεβῶς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. |για πρόσωπα 1. ευλαβής, θρήσκος, όσιος, ευσεβής, αντ. του δυσσεβής 2. αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα, αυτός που τα εκπληρώνει |με εμπρόθετο προσδιορισμό |δίκαιος (στην πράξη, με έργα) |με αιτ. Β. άγιος, ιερός, αγιασμένος, σύμφωνος με το καθήκον |για πράξεις και πράγματα |τό εὐσεβές=εὐσέβεια |φρ. ἐν εὐσεβεῖ (ἐστι) και απρφ.=είναι μια πράξη ευσέβειας το να... |φρ. ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια, με αισθήματα σεβασμού |φρ. εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α.
    • για πρόσωπα
    • 1. ευλαβής, θρήσκος, όσιος, ευσεβής, αντ. του δυσσεβής
    • ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.1141 εὐσεβέων δ΄ ἀνδρῶν γένος ἔφθιτο͵ οὐδὲ θέμιστας οὐκέτι γινώσκουσ΄ οὐδὲ μὲν εὐσεβία { σβήνει η γενιά των ευσεβών και δεν αναγνωρίζουν ούτε κανόνες ηθικούς ούτε και την ευσέβεια }
    • ΕΥΡ Ιππολ 1339 τοὺς γὰρ εὐσεβεῖς θεοὶ θνῄσκοντας οὐ χαίρουσι
    • ΠΛ Φιληβ 39e δίκαιος ἀνὴρ καὶ εὐσεβὴς καὶ ἀγαθὸς πάντως ἆρ΄ οὐ θεοφιλής ἐστιν;
    • 2. αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα, αυτός που τα εκπληρώνει
    • με εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΑΙΣΧ Ικ 340 πῶς οὖν πρὸς ὑμᾶς εὐσεβὴς ἐγὼ πέλω; { πώς να είμαι ευσεβής εγώ απέναντί σας; }
    • δίκαιος (στην πράξη, με έργα)
    • με αιτ.
    • ΑΙΣΧ Χο 140 αὐτῇ τέ μοι δὸς σωφρονεστέραν πολὺ μητρὸς γενέσθαι χεῖρά τ΄ εὐσεβεστέραν
    • Β. άγιος, ιερός, αγιασμένος, σύμφωνος με το καθήκον
    • για πράξεις και πράγματα
    • ΑΙΣΧ Χο 122 ταῦτά μοὐστὶν εὐσεβῆ θεῶν πάρα; { είναι ένα δίκιο πράγμα αυτό να το ζητήσω από τους θεούς; }
    • ΙΣΟΚΡ 12.182 τὰς μάχας εὐσεβεῖς εἶναι νομίζουσιν καὶ καλὰς τὰς πρὸς τούτους γεγενημένας
    • τό εὐσεβές=εὐσέβεια
    • ΕΥΡ Ιππολ 656 τοὐμόν σ΄ εὐσεβὲς σῴζει { η ευσέβειά μου σε σώζει }
    • φρ. ἐν εὐσεβεῖ (ἐστι) και απρφ.=είναι μια πράξη ευσέβειας το να...
    • ΕΥΡ Ελ 1277 ἐν εὐσεβεῖ γοῦν νόμιμα μὴ κλέπτειν νεκρῶν
    • φρ. ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο
    • ΠΛ Αξ 371c ὅσοις μὲν οὖν ἐν τῷ ζῆν δαίμων ἀγαθὸς ἐπέπνευσεν͵ εἰς τὸν τῶν εὐσεβῶν χῶρον οἰκίζονται
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευσέβεια, με αισθήματα σεβασμού
    • ΞΕΝ Απομν 4.3.16 πῶς οὖν ἄν τις κάλλιον καὶ εὐσεβέστερον τιμῴη θεοὺς;
    • ΙΣΟΚΡ 4.33 οὐ τοὺς ὑπὸ πάντων ὁμολογουμένους καὶ πρώτους γενομένους καὶ πρός τε τὰς τέχνας εὐφυεστάτους ὄντας καὶ πρὸς τὰ τῶν θεῶν εὐσεβέστατα διακειμένους;
    • φρ. εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 1430 τοῖς ἐν γένει γὰρ τἀγγενῆ μάλισθ΄ ὁρᾶν μόνοις τ΄ ἀκούειν εὐσεβῶς ἔχει κακά { τα παθήματα των συγγενών είναι χρέος μόνο των δικών τους να τα βλέπουν και να τα ακούν }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: εὖ + -σεβής (πβ. ἀ-σεβής, θεο-σεβής).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε18
    • επίθετο συγκρ. εὐσεβέστερος, υπερθ. εὐσεβέστατος
    • επίρρημα συγκρ. εὐσεβέστερον, υπερθ. εὐσεβέστατα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: εὐσέβημα, δυσσέβεια, δυσσέβημα, σεμνόμαντις 'σεβάσμιος μάντις', σεμνότης
      • ρήματα: εὐσεβέω-ῶ, σεβίζω 'σέβομαι, αποδίδω τιμή', σέβω, δυσσεβέω-ῶ, σεμνομυθέω-ῶ 'μιλώ με πομπώδη λόγο', σεμνοπροσωπέω-ῶ 'παίρνω στάση επιβλητική', σεμνύνω 'τιμώ', σεμνύνομαι 'παίρνω στάση σοβαρή, επιβλητική', ἀποσοβέω-ῶ 'διαφεύγω'
      • επίθετα: δυσσεβής, θεοσεβής, σεπτός 'σεβαστός', σεμνός 'αξιοσέβαστος', σεμνολόγος 'αυτός που μιλά με τρόπο που αρμόζει σε ευγενή', νυκτίσεμνος 'αυτός που πραγματοποιείται τη νύχτα στα πλαίσια μιας τελετουργίας', σοβαρός 'βίαιος, θυμωμένος, επιβλητικός'
      • επιρρήματα: εὐσεβῶς, σοβαρῶς 'με τρόπο επιθετικό'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: σέβασμα 'αντικείμενο σεβασμού', σεβασμιότης, σεβασμός, σεβαστονίκης 'νικητής σε αυτοκρατορικούς αγώνες', θεοσέβεια, ἀποσόβησις, ἀποσόβημα, ἀποσοβητής, σόβη 'ουρά του αλόγου', σόβησις 'αναταραχή, ανακίνησις', σοβάς 'νωθρός'
      • ρήματα: σεβάζω, σεβαστοκρατέω-ῶ 'κυβερνώ σαν αυτοκράτορας', θεοσεβέω-ῶ
      • επίθετα: σεβάσμιος, σεβαστικός 'σεβαστός', σεβάστιος 'του αυτοκράτορα', σεβαστοδώρητος 'χαρισμένος από τον αυτοκράτορα', σεβαστός, ὑπέρσεμνος 'πολύ άγιος', ἀποσοβητήριος, σοβαροβλέφαρος 'με βλέμμα θυμωμένο'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ευσεβιστής, δυσσεβολογήματα, σέβας, ασεβογραφία, ευσεβοφρονέω-ώ, δυσσεβολογέω-ώ, ευσέβαστος, ευσεβοφανής, σεβασμιοεκλαμπρότατοι, σεβασμιολογιώτατος, ασεβοάδικος, ευσεβάστως
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κρ. σούβηστρο 'σκιάχτρο', Κάρπαθ. ανεσούι(ν), ανεσούισμα 'θόρυβος', Πόντ. σέβω 'σέβομαι', Ήπ. ανασουφάου, Κάρπαθ. ανεσουΐ(ντ)ζω 'ανακατεύω, αναστατώνω, κάνω θόρυβο', Κρ. σομνός 'αδύνατος, άπαχος', Σκύρ. σομνός 'μέτριος'
      • Τα παράγωγα της ομάδας των σοβέω, σοβαρός σχετίζονται με την αρχική σημασία της ρίζας, αλλά, όπως γίνεται φανερό από την παράθεση των σημασιών τους, παρουσιάζουν μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή σημασιακή εξέλιξη μέσα στην ευρύτερη ετυμολογική οικογένεια.