Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • εὐσέβεια
    • ουσιαστικό
    • -ας
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • 1. σεβασμός προς τους θεούς, ευσέβεια, ευλάβεια θρησκευτική 2. βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια |η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • 1. σεβασμός προς τους θεούς, ευσέβεια, ευλάβεια θρησκευτική
    • ΠΛ Συμπ 193d ἡμῶν παρεχομένων πρὸς θεοὺς εὐσέβειαν
    • ΣΟΦ Ηλ 1097 ἃ δὲ μέγιστ΄ ἔβλαστε νόμιμα͵ τῶνδε φερομέναν ἄριστα τᾷ Ζηνὸς εὐσεβείᾳ { στους άγραφους νόμους, που είναι πιο μεγάλοι απ'όλους, παίρνεις τα αριστεία για την ευσέβειά σου στον Δία }
    • 2. βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια
    • ΕΥΡ Ηλ 254 ἡ δ΄ εὐσέβεια τίς πρόσεστι σῷ πόσει;
    • ΞΕΝ Κυν 1.15 Αἰνείας δὲ σώσας μὲν τοὺς πατρῴους καὶ μητρῴους θεούς͵ σώσας δὲ καὶ αὐτὸν τὸν πατέρα͵ δόξαν εὐσεβείας ἐξηνέγκατο { ο Αινείας, με το να σώσει από τη μια τους πατρικούς και μητρικούς του θεούς και με το να σώσει από την άλλη τον ίδιο του τον πατέρα, απέκτησε φήμη για την ευσέβειά του }
    • η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή
    • ΣΟΦ Ηλ 967 ἀλλ΄ ἢν ἐπίσπῃ τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασιν͵ πρῶτον μὲν εὐσέβειαν ἐκ πατρὸς κάτω θανόντος οἴσῃ τοῦ κασιγνήτου θ΄ ἅμα { αλλά αν ακολουθήσεις τις συμβουλές μου, πρώτα για την ευσέβειά σου θα τιμηθείς από τον πεθαμένο πατέρα στον κάτω κόσμο κι από τον αδελφό μαζί }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΕΥΣΕΒΗΣ >
    • Από: εὐσεβ- + -εια.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο 2.2
    • ιων. εὐσεβίη, ποιητ. εὐσεβία
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: εὐσέβημα, δυσσέβεια, δυσσέβημα, σεμνόμαντις 'σεβάσμιος μάντις', σεμνότης
      • ρήματα: εὐσεβέω-ῶ, σεβίζω 'σέβομαι, αποδίδω τιμή', σέβω, δυσσεβέω-ῶ, σεμνομυθέω-ῶ 'μιλώ με πομπώδη λόγο', σεμνοπροσωπέω-ῶ 'παίρνω στάση επιβλητική', σεμνύνω 'τιμώ', σεμνύνομαι 'παίρνω στάση σοβαρή, επιβλητική', ἀποσοβέω-ῶ 'διαφεύγω'
      • επίθετα: δυσσεβής, θεοσεβής, σεπτός 'σεβαστός', σεμνός 'αξιοσέβαστος', σεμνολόγος 'αυτός που μιλά με τρόπο που αρμόζει σε ευγενή', νυκτίσεμνος 'αυτός που πραγματοποιείται τη νύχτα στα πλαίσια μιας τελετουργίας', σοβαρός 'βίαιος, θυμωμένος, επιβλητικός'
      • επιρρήματα: εὐσεβῶς, σοβαρῶς 'με τρόπο επιθετικό'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: σέβασμα 'αντικείμενο σεβασμού', σεβασμιότης, σεβασμός, σεβαστονίκης 'νικητής σε αυτοκρατορικούς αγώνες', θεοσέβεια, ἀποσόβησις, ἀποσόβημα, ἀποσοβητής, σόβη 'ουρά του αλόγου', σόβησις 'αναταραχή, ανακίνησις', σοβάς 'νωθρός'
      • ρήματα: σεβάζω, σεβαστοκρατέω-ῶ 'κυβερνώ σαν αυτοκράτορας', θεοσεβέω-ῶ
      • επίθετα: σεβάσμιος, σεβαστικός 'σεβαστός', σεβάστιος 'του αυτοκράτορα', σεβαστοδώρητος 'χαρισμένος από τον αυτοκράτορα', σεβαστός, ὑπέρσεμνος 'πολύ άγιος', ἀποσοβητήριος, σοβαροβλέφαρος 'με βλέμμα θυμωμένο'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ευσεβιστής, δυσσεβολογήματα, σέβας, ασεβογραφία, ευσεβοφρονέω-ώ, δυσσεβολογέω-ώ, ευσέβαστος, ευσεβοφανής, σεβασμιοεκλαμπρότατοι, σεβασμιολογιώτατος, ασεβοάδικος, ευσεβάστως
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κρ. σούβηστρο 'σκιάχτρο', Κάρπαθ. ανεσούι(ν), ανεσούισμα 'θόρυβος', Πόντ. σέβω 'σέβομαι', Ήπ. ανασουφάου, Κάρπαθ. ανεσουΐ(ντ)ζω 'ανακατεύω, αναστατώνω, κάνω θόρυβο', Κρ. σομνός 'αδύνατος, άπαχος', Σκύρ. σομνός 'μέτριος'
      • Τα παράγωγα της ομάδας των σοβέω, σοβαρός σχετίζονται με την αρχική σημασία της ρίζας, αλλά, όπως γίνεται φανερό από την παράθεση των σημασιών τους, παρουσιάζουν μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή σημασιακή εξέλιξη μέσα στην ευρύτερη ετυμολογική οικογένεια.