Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- εὑρίσκω
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. βρίσκω ότι |με μτχ. |με απρφ. |βρίσκω με ποια μέσα να... |με ὅπως ή με απρφ. 2. ανευρίσκω, ανακαλύπτω 3. επινοώ, εφευρίσκω 4. βρίσκω, αποκτώ 5. καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β. ΜΕΣΟ 1. ανευρίσκω, ανακαλύπτω 2. επινοώ, εφευρίσκω 3. βρίσκω, αποκτώ για τον εαυτό μου |με αιτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. βρίσκομαι, θεωρούμαι 2. ανευρίσκομαι, ανακαλύπτομαι 3. επινοούμαι, εφευρίσκομαι 4. έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
- 1. βρίσκω ότι
- με μτχ.
- ΘΟΥΚ 2.87.7 ὥστε οὐδὲ καθ᾽ ἓν εὑρίσκομεν εἰκότως ἂν ἡμᾶς σφαλλομένους
- ΞΕΝ Ελλ 6.5.51 πάντα εὑρίσκω τὰ μὲν μάτην, τὰ δὲ καὶ ἀσυμφόρως πεπραγμένα αὐτῷ
- ΔΗΜ 14.9 ταῦτα δὲ πάντ᾽ ἀφθονώτερ᾽ ἐκεῖνον ἔχονθ᾽ ἡμῶν εὑρίσκω
- ΠΛ Πολιτ 293c ἐν ᾗ τις ἂν εὑρίσκοι τοὺς ἄρχοντας ἀληθῶς ἐπιστήμονας καὶ οὐ δοκοῦντας μόνον
- με απρφ.
- ΗΡ 1.79 βουλευόμενος εὕρισκε πρῆγμά οἱ εἶναι ἐλαύνειν ὡς δύναιτο τάχιστα ἐπὶ τὰς Σάρδεις
- ΗΡ 1.125 φροντίζων δὲ εὕρισκέ τε τάδε καιριώτατα εἶναι καὶ ἐποίεε δὴ τάδε
- βρίσκω με ποια μέσα να...
- με ὅπως ή με απρφ.
- ΔΗΜ 24.106 καὶ τοῖς οὖσιν ὅπως ἄδεια γενήσεται κακουργεῖν εὑρίσκει
- 2. ανευρίσκω, ανακαλύπτω
- ΙΣΟΚΡ 10.3 ὡς ἑνὸς ὄντος τοῦ παντὸς ἐπεχείρησεν ἀποδείξεις εὑρίσκειν
- ΣΟΦ ΟιδΤ 68 ἣν δ᾽ εὖ σκοπῶν εὕρισκον ἴασιν μόνην
- ΑΡΙΣΤ ΑναλΠ 47a εἰ γὰρ τήν τε γένεσιν τῶν συλλογισμῶν θεωροῖμεν καὶ τοῦ εὑρίσκειν ἔχοιμεν δύναμιν
- 3. επινοώ, εφευρίσκω
- ΕΥΡ ΙΤαυ 1032 δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας
- ΞΕΝ Οικ 20.19.3 οἱ μὴ πράττοντες ἀλλ᾽ εὑρίσκοντες προφάσεις τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι
- ΠΛ Νομ 664a τούτου δὲ πέρι πᾶσαν μηχανὴν εὑρίσκειν
- 4. βρίσκω, αποκτώ
- ΠΛ Πολ 330e ὁ μὲν οὖν εὑρίσκων ἑαυτοῦ ἐν τῷ βίῳ πολλὰ ἀδικήματα
- ΙΣΟΚΡ 17.23 ἀπορῶν δὲ καὶ οὐδεμίαν ἄλλην εὑρίσκων ἀπαλλαγὴν
- 5. καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
- ΑΙΣΧΙΝ 1.96 καὶ γὰρ οὐδὲ τῆς ἀξίας ἕκαστον τῶν κτημάτων ἀπέδοτο, οὐδ᾽ ἐδύνατ᾽ ἀναμένειν τὸ πλέον οὐδὲ τὸ λυσιτελοῦν, ἀλλὰ τοῦ ἤδη εὑρίσκοντος ἀπεδίδοτο
- ΑΡΙΣΤ Θαυμ 834b ταύτης δ᾽ ἡ καλλίστη πρὸς χρυσίον εὑρίσκει τιμήν
- Β. ΜΕΣΟ
- 1. ανευρίσκω, ανακαλύπτω
- ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 596b καὶ τὰ μὲν ἐν αὐτοῖς τοῖς συνήθεσι τόποις εὑρίσκεται τὰς βοηθείας
- ΟΜ Οδ 19.403 Αὐτόλυκ᾽, αὐτὸς νῦν ὄνομ᾽ εὕρεο
- 2. επινοώ, εφευρίσκω
- ΣΟΦ Ηλ 625 τὰ δ᾽ ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται
- ΠΛ Αξ 368c ἀεὶ λύπης πρόφασιν εὑρισκόμενον;
- 3. βρίσκω, αποκτώ για τον εαυτό μου
- ΔΗΜ 19.160 οὔτε μάρτυρας γενέσθαι τῶν ὑποσχέσεων, ἐφ᾽ αἷς εὑρίσκετο τὴν εἰρήνην
- ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 30.6 ἐὰν μὴ εὑρισκόμενος ἄφεσιν τῆς βουλῆς ἀπῇ
- με αιτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΘΟΥΚ 1.31.2 ἔδοξεν αὐτοῖς ἐλθοῦσιν ὡς τοὺς Ἀθηναίους ξυμμάχους γενέσθαι καὶ ὠφελίαν τινὰ πειρᾶσθαι ἀπ᾽ αὐτῶν εὑρίσκεσθαι
- ΙΣΟΚΡ επιστ 8.1 ζητῶν εὑρίσκεσθαι τηλικαῦτα τὸ μέγεθος παρ᾽ ἀνδρῶν οἷς οὐδὲ πώποτε πρότερον οὔτε διελέχθην
- Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ
- 1. βρίσκομαι, θεωρούμαι
- ΣΟΦ ΟιδΤ 1397 νῦν γὰρ κακός τ᾽ ὢν κἀκ κακῶν εὑρίσκομαι
- ΞΕΝ Πορ 4.4.4 ὀλίγα οἶμαι καὶ τὰ χρήματα εὑρίσκεται
- ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1051a ὥστε φανερὸν ὅτι τὰ δυνάμει ὄντα εἰς ἐνέργειαν ἀγόμενα εὑρίσκεται
- 2. ανευρίσκομαι, ανακαλύπτομαι
- ΘΟΥΚ 6.2.2 ὡς δὲ ἡ ἀλήθεια εὑρίσκεται
- ΠΛ Μινως 314b ὥσπερ τὰ εὑρισκόμενα εὑρίσκεται, οἷον τὰ μὲν ὑγιεινὰ καὶ νοσώδη ἰατρικῇ
- ΣΟΦ ΟιδΤ 108 ποῦ τόδ᾽ εὑρεθήσεται ἴχνος παλαιᾶς δυστέκμαρτον αἰτίας;
- 3. επινοούμαι, εφευρίσκομαι
- ΕΥΡ Ηρακλ 586 κἂν ἀπαλλαγὴ πόνων καὶ νόστος ὑμῖν εὑρεθῇ ποτ᾽ ἐκ θεῶν
- ΣΟΦ ΟιδΚ 1187 τά τοι κακῶς ηὑρημέν᾽ ἔργα τῷ λόγῳ μηνύεται
- 4. έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
- ΙΣΑΙΟΣ 11.45 ῥᾳδίως γὰρ ἂν εὑρεθείη καὶ ὀκτὼ ταλάντων ὁ τούτων οἶκος
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΕΥΡΙΣΚΩ >
- Ο αορ. εὑρεῖν ανάγεται στη ρίζα *e-wr-e ή σύμφωνα με άλλες απόψεις πρόκειται για τον αναδιπλασιασμένο αόριστο *Fε-Fρειν.
- Οι τύποι εὑρήσω, εὕρηκα, εὑρεθῆναι είναι προγενέστεροι από τον ενεστώτα εὑρίσκω που απαντάται μόνο μία φορά στον Όμηρο.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- εὑρίσκω, ηὕρισκον/εὕρισκον, εὑρήσω, αόρ. β΄ ηὗρον/εὗρον, εὕρηκα
- εὑρίσκομαι, εὑρισκόμην, εὑρήσομαι, αόρ. β' ηὑρόμην/εὑρόμην, ηὕρημαι/εὕρημαι
- παθ. μελλ. εὑρεθήσομαι, παθ. αόρ. εὑρέθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: εὕρημα, εὕρεσις, εὑρησιλογία, εὑρετής
- ρήματα: ἀνευρίσκω, ἐξευρίσκω, ἐφευρίσκω, παρευρίσκω, συνευρίσκω, εὑρησιλογέω-ῶ
- επίθετα: εὑρετός, εὑρησιεπής, εὑρησίλογος
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: εὕρεμα, εὑρετής, εὕρετρα, εὕρησις, εὑρημοσύνη, εὑρησιέπεια, εὑρησιλογία, εὑρέτις
- ρήματα: παρευρίσκομαι, συνευρίσκομαι
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ευρ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ευρεσιτεχνία, ευρετήριον, ευρετικότης
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Μεγίστη ᾽βρέσιμον 'το εύρημα', Κρ. ᾽βρεσιμάκι 'τα εύρετρα μικρής αξίας', Κέρκ. ᾽βρετικειά 'έκθετο θηλυκό παιδί', Θεσσ. ᾽βριτό Κάρπαθ. Κύπ. Πελοπ. Θήρα ᾽βρετός 'έκθετο παιδί, αίνιγμα', Πόντ. εύρημαν, ευρημάτιν, Τσακων. εύρεσμα
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ