Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • εὐπραγία
    • ουσιαστικό
    • -ας
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ευτυχής έκβαση, επιτυχία, ευτυχία Β. το να ενεργεί, το να πράττει κάποιος ορθά, σε αντ. με την απλή ευτυχία |εὐπραγίαι=καλή πράξη, καλό έργο, καλή υπηρεσία

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ευτυχής έκβαση, επιτυχία, ευτυχία
    • ΠΙΝΔ Ολ 8.13 πολλαὶ δ΄ ὁδοί σὺν θεοῖς εὐπραγίας
    • ΙΣΟΚΡ 12.32 τοὺς μὴ διαφθειρομένους ὑπὸ τῶν εὐπραγιῶν μηδ΄ ἐξισταμένους αὑτῶν μηδ΄ ὑπερηφάνους γιγνομένους͵ ἀλλ΄ ἐμμένοντας τῇ τάξει τῇ τῶν εὖ φρονούντων
    • ΑΝΤΙΦ 2.4 τοῖς δ΄ εὐτυχοῦσιν ἀτρεμίζειν καὶ φυλάσσειν τὴν παροῦσαν εὐπραγίαν
    • Β. το να ενεργεί, το να πράττει κάποιος ορθά, σε αντ. με την απλή ευτυχία
    • ΠΛ Ευθυδ 281b oὐ μόνον ἄρα εὐτυχίαν ἀλλὰ καὶ εὐπραγίαν͵ ὡς ἔοικεν͵ ἡ ἐπιστήμη παρέχει τοῖς ἀνθρώποις ἐν πάσῃ κτήσει τε καὶ πράξει
    • ΠΛ Πρωτ 345a τίς δὲ εὐπραγία ἀγαθὸν ἰατρὸν ποιεῖ;
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1325a τὴν δ΄ εὐπραγίαν καὶ τὴν εὐδαιμονίαν εἶναι ταὐτόν
    • εὐπραγίαι=καλή πράξη, καλό έργο, καλή υπηρεσία
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1367a καὶ ὅσαι εὐπραγίαι περὶ ἄλλους ἀλλὰ μὴ περὶ αὑτόν͵ καὶ αἱ περὶ τοὺς εὖ ποιήσαντας
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΕΥΠΡΑΚΤΟΣ >
    • Από: εὐπραγ- + -ία.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο2.1
    • ιων. εὐπρηγίη
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: πρᾶξις, ἀπραξία, δυσπραξία, εὐπραξία, εὐπραγία, ἀπραγμοσύνη, πολυπραγμοσύνη, πραγματεία
      • ρήματα: πράττω, ἀντιπράττω, διαπράττω 'πορεύομαι διά μέσου, εκτελώ, κατορθώνω', εἰσπράττω, ἐκπράττω, καταπράττω 'κατορθώνω, εκτελώ, πραγματοποιώ', συμπράττω, εὐπραγῶ, πραγματεύομαι
      • επίθετα: ἀπράγμων, κακοπράγμων, πολυπράγμων
      • επιρρήματα: ἀπραγμόνως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • κρητ. πράδδω, ιων. πρῆχμα, πρῆγμα
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἀγαθοπραξία, δικαιοπραξία, κοινοπραξία, ἀντίπραξις, σύμπραξις, διάπραξις, ἰδιοπραγμοσύνη, πραγματευτής
      • ρήματα: ἀναπράττω, εὐπράττω, ὑπερπράττω, ἀπραγμονῶ, κακοπραγμονῶ, πολυπραγμονῶ, φιλοπραγμονῶ, διαπραγματεύομαι, πραξικοπῶ
      • επίθετα: ἰδιοπράγμων 'αυτός που ενεργεί για δικό του όφελος', ἰσχυροπράγμων, ὀλιγοπράγμων, μεγαλοπράγμων, φιλοπράγμων, πράξιμος
      • επιρρήματα: πολυπραγμόνως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • πραξικόπημα, πραξικοπηματίας, πραξικοπηματικώς, πραγματοποίηση, πραγματοποιώ, πραγματολογικός, πραγματικότης, πραγματιστικός, πραγματισμός, πραγματογνωμοσύνη, πραγματογνώμων
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. Θράκ. πράττω, Ήπ. Κέρκ. Πόντ. Σύρ. Θράκ. πράζω. Εκτός από την έννοια 'κάνω' το ρήμα εμφανίζει ποικιλία σημασιών: 'επισκέπτομαι συχνά, συναναστρέφομαι κάποιον, εμπορεύομαι, πηγαίνω, τακτοποιούμαι, γνωρίζω'.