Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • εὔνοος και συνηρημένο εὔνους
    • επίθετο
    • εὔνοος και εὔνους, εὔνοον και εὔνουν
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • |αυτός που διάκειται ευνοϊκά, ο ευμενής, ο καλοπροαίρετος, ο φιλικός |με δοτ. |το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔνουν=η εύνοια

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • αυτός που διάκειται ευνοϊκά, ο ευμενής, ο καλοπροαίρετος, ο φιλικός
    • ΘΟΥΚ 6.29.3 οἱ δ΄ ἐχθροὶ δεδιότες τό τε στράτευμα μὴ εὔνουν ἔχῃ
    • ΞΕΝ Απομν 1.2.52 περὶ τῶν φίλων αὐτὸν λέγειν ὡς οὐδὲν ὄφελος εὔνους εἶναι͵ εἰ μὴ καὶ ὠφελεῖν δυνήσονται { για τους φίλους έλεγε ο Σωκράτης ότι τίποτε δεν ωφελεί να έχουν καλές διαθέσεις, αν δεν μπορούν και να ωφελούν }
    • με δοτ.
    • ΗΡ 7.173 σφι εὔνοος ἐφαίνετο ἐὼν ὁ Μακεδών { φαινόταν ότι ο Μακεδόνας είχε γι' αυτούς καλές προθέσεις }
    • ΘΟΥΚ 3.47.2 νῦν μὲν γὰρ ὑμῖν ὁ δῆμος ἐν πάσαις ταῖς πόλεσιν εὔνους ἐστί { γιατί, σήμερα σε όλες τις πόλεις, οι δημοκρατικοί είναι με το μέρος σας }
    • το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔνουν=η εύνοια
    • ΘΟΥΚ 5.109.1 τὸ δ΄ ἐχυρόν γε τοῖς ξυναγωνιουμένοις οὐ τὸ εὔνουν τῶν ἐπικαλεσαμένων φαίνεται͵ ἀλλ΄ ἢν τῶν ἔργων τις δυνάμει πολὺ προύχῃ { εγγύηση γι' αυτούς που καλούνται να συμπολεμήσουν με κάποιους, δεν είναι η εύνοια προς αυτούς από την πλευρά εκείνων που τους καλούν, αλλά η υπεροχή σε υλικά μέσα }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: εὖ + νοῦς.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε4
    • επίθετο συγκρ. εὐνούστερος και ιων. εὐνοέστερος, υπερθ. εὐνούστατος
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: νόος, εὔνοια, ἄνοια 'ανοησία, μωρία', ἀγχίνοια 'οξύτητα του νου, ευφυία', διάνοια, δύσνοια 'εχθρική διάθεση, δυσμένεια', ὁμόνοια, ἔκνοια 'παράνοια', ἔννοια 'η ενέργεια της σκέψης, η σκέψη, ο λογισμός', πρόνοια, νουθεσία, νουθέτημα, νουθέτησις
      • ρήματα: νοέω, εὐνοέω, εὐνοΐζομαι, ἀντευνοέω 'ευνοώ αυτούς που έχουν ευνοϊκή διάθεση προς εμένα', νουθετέω
      • επίθετα: εὐνοϊκός, νουβυστικός 'συνετός, έξυπνος, ευφυής', νουθετητικός, νουθετικός, ἀγχίνοος, ἄνοος, ἀνόητος, ἀνοήμων, δύσνοος, ἀντίνοος 'αυτός που έχει αντίθετο χαρακτήρα', ἁμαρτίνοος 'αυτός που έχει νου που σφάλλει', ἔννοος, θηλύνοος, κρυψίνοος, κακόνοος, κουφόνοος 'ελαφρόμυαλος', πρόνοος, σύννοος, ὑψηλόνοος
      • επιρρήματα: εὐνοϊκῶς, νουβυστικῶς, νουνεχόντως 'φρόνιμα, συνετά', ὁμονόως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: εὐνόησις, νοότης 'η νοητικότητα', ἀνοησία, νουθετισμός
      • ρήματα: νοόω, ἀγχινοέω, ἀνοηταίνω, δυσνοέω 'έχω κακή διάθεση, διάκειμαι εχθρικά'
      • επίθετα: εὐνοητικός, εὐνόητος, δυσνόητος, ἀερσίνοος 'μεγαλόφρων, υπερήφανος', ἀμερσίνοος 'αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα', ἀμφίνοος 'συνετός, πολύτροπος', ἀριστόνοος, αὐτόνοος 'ισχυρογνώμων, επίμονος', βραδύνοος, ἔκνοος 'ανόητος, άφρων', ἐλαφρόνοος, εὐθύνοος, εὐρύνοος, θελξίνοος, κλεψίνοος, νοοσφαλής, νοοποιός, νοόπληκτος 'αυτός που παραλύει το νου', νοοπλανής, νοοβλαβής, νοόπλαγκτος 'παράφρονας', νοοειδής 'νοητός', νοοσύνθετος, νοήρης 'αυτός που έχει νου', νουνεχής 'ο εχέφρων', ὁμόνοος, παχύνοος 'ανόητος', σύμπνοος, τερψίνοος, ὑπόνοος
      • επιρρήματα: εὐνόως, εὐνοητικῶς, νουνεχῶς, νοοειδῶς, κουφονόως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • νοογνώστης, νοοκρατικός, νοολογία 'η συστηματική μελέτη της ανθρώπινης νόησης και των οργάνων που χρησιμοποιούνται κατά τη νοητική διαδικασία, η φιλοσοφία του νου', νοολογικός, νοομαντεία 'η ικανότητα του ατόμου να μαντεύει τις σκέψεις των άλλων', νοομάντης, νοοσύγχυσις, νοοπαίγνιον, νοημοσύνη, νοητικότης, δύσνους
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Απουλ. Λευκ. Πόντ. νόημα 'σημασία, νόημα', Ίμβρ. νόημα 'νεύμα', Πόντ. νόημαν 'νεύμα', Απουλ. νόηση 'εξυπνάδα, νοημοσύνη', νογητικόν (ουδ.) 'διαγνωστικό, γνωστικό'
      • Από το ουσιαστικό νόος προέρχεται το ρήμα νοέω, το οποίο με τη σειρά του γεννά μια πλειάδα όρων, όπως νόημα, νόησις, νοήμων κ.λ.π. Τα τελευταία δε συμπεριλαμβάνονται στη συγκεκριμένη οικογένεια, που περιορίζεται στις λέξεις που σχετίζονται άμεσα με το ουσιαστικό νόος.