Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • εὐλαβής
    • επίθετο
    • -ής, -ές
    • εὐλαβῶς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. φρόνιμος, διακριτικός, προσεκτικός |το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβές=σύνεση, προσοχή, διακριτικότητα Β. αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ. με προσοχή, με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. με προσοχή, με προφύλαξη 2. με σεβασμό

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. φρόνιμος, διακριτικός, προσεκτικός
    • ΠΛ Πολιτ 311a τὰ μὲν γὰρ σωφρόνων ἀρχόντων ἤθη σφόδρα μὲν εὐλαβῆ καὶ δίκαια καὶ σωτήρια
    • προοίμ 42.2 οἱ μὲν γὰρ ἄλλοι πάντες ἄνθρωποι τοῖς ἑτέρων παραδείγμασι χρώμενοι μᾶλλον εὐλαβεῖς αὐτοὶ γίγνονται
    • το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβές=σύνεση, προσοχή, διακριτικότητα
    • ΠΛ Πολιτ 311b τὰ δ΄ ἀνδρεῖά γε αὖ πρὸς μὲν τὸ δίκαιον καὶ εὐλαβὲς ἐκείνων ἐπιδεέστερα { οι ανδρείοι πάλι είναι κατώτεροι από εκείνους ως προς τη δικαιοσύνη και τη σύνεση }
    • Β. αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κπ. με προσοχή, με σύνεση
    • ΠΛ Νομ 736d σμικρὰ μετάβασις εὐλαβὴς ἐν πολλῷ χρόνῳ σμικρὸν
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. με προσοχή, με προφύλαξη
    • ΑΡΙΣΤ Προβλ 951b εἰ μὲν οὕτως εὐλαβῶς ὥστε μηθὲν ἔτι ποτὲ ἁμαρτεῖν
    • 2. με σεβασμό
    • ΔΗΜ 21.61 οὕτως εὐλαβῶς͵ οὕτως εὐσεβῶς͵ οὕτω μετρίως διακεῖσθαι
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: εὖ + -λαβής.
    • Η αρχική σημασία της λ. ήταν "αυτός που κρατά καλά, σταθερά κάτι".
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε18
    • επίθετο συγκρ. εὐλαβέστερος, υπερθ. εὐλαβέστατος
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ρήματα: διευλαβέομαι-οῦμαι ή ἐξευλαβέομαι-οῦμαι 'σέβομαι, είμαι σε επαγρύπνιση σε σχέση με κάτι', προευλαβέομαι-οῦμαι
      • επίθετα: εὐλαβητικός 'αυτός που αποφεύγει'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ρήματα: ὑπερευλαβέομαι-οῦμαι
      • επίθετα: ἀνευλαβής, ψευδευλαβής, πανευλαβής, μισευλαβής
      • επιρρήματα: ἀνευλαβῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ευλαβοφανής, ανευλάβητον
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Θήρα ᾽βλάβομαι 'σέβομαι, τιμώ', Σάμ. ᾽βλάβουμι 'φοβάμαι, διστάζω, αγαπιέμαι', Πόντ. ευλαβίσκουμαι 'φέρνω εις πέρας πράξη ευλάβειας'