Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • εὐλαβέομαι
    • ρήμα
    • αποθετικό
    • εὐλαβοῦμαι
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. προσέχω, φροντίζω, φυλάγομαι από κτ. |με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ. |με απρφ. (με ή χωρίς μή) |με περί |με αιτ. πράγμ. |απόλ. 2. αναμένω, μελετώ με προσοχή Β. σέβομαι, τιμώ, δείχνω ευλάβεια |με αιτ. προσ.

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. προσέχω, φροντίζω, φυλάγομαι από κτ.
    • με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ.
    • ΕΥΡ Ιππολ 100 εὐλαβοῦ δὲ μή τί σου σφαλῇ στόμα
    • ΑΡΙΣΤ Θαυμ 840b εὐλαβηθείσας μὴ πικρᾶς δουλείας τύχωσιν
    • με απρφ. (με ή χωρίς μή)
    • ΔΗΜ 20.135 πάντα μὲν εὐλαβεῖσθαι δεῖ ποιεῖν τὰ δοκοῦντα καὶ ὄντ΄ αἰσχρά
    • με περί
    • ΠΛ Νομ 691b εὐλαβηθῆναι τὸν νομοθέτην περὶ τοῦ πάθους τῆς γενέσεως
    • με αιτ. πράγμ.
    • ΙΣΟΚΡ 1.17 εὐλαβοῦ τὰς διαβολὰς͵ κἂν ψευδεῖς ὦσιν
    • απόλ.
    • ΠΛ Γοργ 519a σοῦ δὲ ἴσως ἐπιλήψονται͵ ἐὰν μὴ εὐλαβῇ͵ καὶ τοῦ ἐμοῦ ἑταίρου Ἀλκιβιάδου
    • 2. αναμένω, μελετώ με προσοχή
    • ΕΥΡ Ορ 699 καιρόν εὐλαβούμενος
    • ΑΡΙΣΤ Τοπ 156b εὐλαβοῦνται γὰρ τὰ πρὸς τὴν θέσιν χρήσιμα
    • Β. σέβομαι, τιμώ, δείχνω ευλάβεια
    • με αιτ. προσ.
    • ΠΛ Νομ 879e τὸν θεὸν εὐλαβούμενοι
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΕΥΛΑΒΗΣ >
    • Από: εὐλαβ- + -έομαι.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ3
    • εὐλαβοῦμαι, ηὐλαβούμην ή εὐλαβούμην, εὐλαβήσομαι, (σύνθ. -ευλάβημαι ή -ηυλάβημαι)
    • παθ. μέλλ. εὐλαβηθήσομαι, παθ. αόρ. ηὐλαβήθην ή εὐλαβήθην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ρήματα: διευλαβέομαι-οῦμαι ή ἐξευλαβέομαι-οῦμαι 'σέβομαι, είμαι σε επαγρύπνιση σε σχέση με κάτι', προευλαβέομαι-οῦμαι
      • επίθετα: εὐλαβητικός 'αυτός που αποφεύγει'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ρήματα: ὑπερευλαβέομαι-οῦμαι
      • επίθετα: ἀνευλαβής, ψευδευλαβής, πανευλαβής, μισευλαβής
      • επιρρήματα: ἀνευλαβῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ευλαβοφανής, ανευλάβητον
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Θήρα ᾽βλάβομαι 'σέβομαι, τιμώ', Σάμ. ᾽βλάβουμι 'φοβάμαι, διστάζω, αγαπιέμαι', Πόντ. ευλαβίσκουμαι 'φέρνω εις πέρας πράξη ευλάβειας'