Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • εὐλάβεια
    • ουσιαστικό
    • -ας
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • 1. προσοχή, προφύλαξη, περίσκεψη |προσοχή ή εγρήγορση για κτ. ή για την αποφυγή κπ. πράγματος |με γεν. 2. φροντίδα, μέριμνα, φρόνηση, σύνεση, ευσέβεια, ευλάβεια |φρ. εὐλάβειαν ἔχειν μή...=φροντίζω, μεριμνώ μήπως...

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • 1. προσοχή, προφύλαξη, περίσκεψη
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ορν 376 ἡ γὰρ εὐλάβεια σῴζει πάντα { όλα τα προστατεύει η περίσκεψη }
    • ΠΛ Αλκ1 132a εὐλαβοῦ οὖν τὴν εὐλάβειαν ἣν ἐγὼ λέγω { φυλάξου λοιπόν, με την προφύλαξη που σου συνιστώ εγώ }
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1269a ἄλλον δὲ τρόπον ἐπισκοποῦσιν εὐλαβείας ἂν δόξειεν εἶναι πολλῆς
    • προσοχή ή εγρήγορση για κτ. ή για την αποφυγή κπ. πράγματος
    • με γεν.
    • ΑΝΤΙΦ 3.3 πάσης δ΄ ὑπὲρ πάντων τῆς κηλῖδος εἰς ὑμᾶς ἀναφερομένης͵ πολλὴ εὐλάβεια ὑμῖν τούτων ποιητέα ἐστί
    • ΠΛ Νομ 815a τάς τε εὐλαβείας πασῶν πληγῶν καὶ βολῶν
    • 2. φροντίδα, μέριμνα, φρόνηση, σύνεση, ευσέβεια, ευλάβεια
    • ΣΟΦ Ηλ 1334 νῦν δ΄ εὐλάβειαν τῶνδε προὐθέμην ἐγώ
    • ΕΥΡ ΗρΜαιν 165 ἔχει δὲ τοὐμὸν οὐκ ἀναίδειαν...ἀλλ΄ εὐλάβειαν
    • ΔΗΜ 59.74 οὐ μόνον ὑπὲρ ὑμῶν αὐτῶν καὶ τῶν νόμων τὴν ψῆφον οἴσετε͵ ἀλλὰ καὶ τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς εὐλαβείας
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1315a μάλιστα δὲ ταύτην ποιητέον τὴν εὐλάβειαν περὶ τοὺς φιλοτίμους { και την ευλάβεια αυτή πρέπει κυρίως να την τηρεί απέναντι στους φιλότιμους }
    • φρ. εὐλάβειαν ἔχειν μή...=φροντίζω, μεριμνώ μήπως...
    • ΠΛ Πρωτ 321a ταῦτα δὲ ἐμηχανᾶτο εὐλάβειαν ἔχων μή τι γένος ἀϊστωθείη
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΕΥΛΑΒΗΣ >
    • Από: εὐλαβ- + -εια.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο2.1
    • ιων. εὐλαβίη
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ρήματα: διευλαβέομαι-οῦμαι ή ἐξευλαβέομαι-οῦμαι 'σέβομαι, είμαι σε επαγρύπνιση σε σχέση με κάτι', προευλαβέομαι-οῦμαι
      • επίθετα: εὐλαβητικός 'αυτός που αποφεύγει'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ρήματα: ὑπερευλαβέομαι-οῦμαι
      • επίθετα: ἀνευλαβής, ψευδευλαβής, πανευλαβής, μισευλαβής
      • επιρρήματα: ἀνευλαβῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ευλαβοφανής, ανευλάβητον
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Θήρα ᾽βλάβομαι 'σέβομαι, τιμώ', Σάμ. ᾽βλάβουμι 'φοβάμαι, διστάζω, αγαπιέμαι', Πόντ. ευλαβίσκουμαι 'φέρνω εις πέρας πράξη ευλάβειας'