Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • εὐδαίμων
    • επίθετο
    • ὁ, ἡ εὐδαίμων, τό εὔδαιμον
    • εὐδαιμόνως
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα, δηλ. ο καλότυχος, ο μακάριος, ο ευτυχής |με γεν. πράγμ. |φρ. τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία |ο αληθινά, ο απόλυτα ευτυχής |ειρων. Β. ο εύπορος, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος |για τόπους |διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία, σε κατάσταση ευημερίας

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα, δηλ. ο καλότυχος, ο μακάριος, ο ευτυχής
    • ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.1013 μάκαρ εὐδαίμων τε καὶ ὄλβιος͵ ὅστις ἄπειρος ἄθλων εἰς Ἀίδου δῶμα μέλαν κατέβη { μακάριος, ευτυχισμένος και καλότυχος εκείνος που χωρίς πίκρες της ζωής στο μαύρο Άδη θα 'ρθει }
    • ΗΡ 2.161 ὃς μετὰ Ψαμμήτιχον τὸν ἑωυτοῦ προπάτορα ἐγένετο εὐδαιμονέστατος τῶν πρότερον βασιλέων
    • ΣΟΦ Αντ 582 εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών
    • ΕΥΡ ΗρΜαιν 1013 εὕδει δ΄ ὁ τλήμων ὕπνον οὐκ εὐδαίμονα παῖδας φονεύσας καὶ δάμαρ
    • ΠΛ Χαρμ 173e εὐδαίμονα εἶναι τὸν ἐπιστημόνως ζῶντα { ευτυχισμένος είναι όποιος ζει σύμφωνα με τη γνώση }
    • ΗΣ Εργ 826 εὐδαίμων τε καὶ ὄλβιος ὃς τάδε πάντα εἰδὼς ἐργάζηται ἀναίτιος ἀθανάτοισιν { ευτυχισμένος και καλότυχος αυτός που ξέροντας καλά όλα τούτα εργάζεται χωρίς να δίνει αφορμή στους αθανάτους }
    • με γεν. πράγμ.
    • ΠΛ Φαιδ 58e εὐδαίμων γάρ μοι ἀνὴρ ἐφαίνετο...καὶ τοῦ τρόπου καὶ τῶν λόγων
    • φρ. τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία
    • ΘΟΥΚ 2.43.4 τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον͵ τὸ δ΄ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες { θεωρώντας πως ευτυχία είναι η ελευθερία και ελευθερία η παλληκαριά }
    • ο αληθινά, ο απόλυτα ευτυχής
    • ΠΛ Φιληβ 11d ὡς νῦν ἡμῶν ἑκάτερος ἕξιν ψυχῆς καὶ διάθεσιν ἀποφαίνειν τινὰ ἐπιχειρήσει τὴν δυναμένην ἀνθρώποις πᾶσι τὸν βίον εὐδαίμονα παρέχειν
    • ειρων.
    • ΠΛ Πολ 422e εὐδαίμων εἶ...ὅτι οἴει ἄξιον εἶναι ἄλλην τινὰ προσειπεῖν πόλιν ἢ τὴν τοιαύτην οἵαν ἡμεῖς κατεσκευάζομεν
    • Β. ο εύπορος, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος
    • ΗΡ 1.196 ὅσοι μὲν δὴ ἔσκον εὐδαίμονες τῶν Βαβυλωνίων ἐπίγαμοι͵ ὑπερβάλλοντες ἀλλήλους ἐξωνέοντο τὰς καλλιστευούσας
    • ΘΟΥΚ 1.6.3 οἱ πρεσβύτεροι αὐτοῖς τῶν εὐδαιμόνων διὰ τὸ ἁβροδίαιτον οὐ πολὺς χρόνος ἐπειδὴ χιτῶνάς τε λινοῦς ἐπαύσαντο φοροῦντες καὶ χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν
    • ΠΛ Πρωτ 316b Ἱπποκράτης ὅδε ἐστὶν μὲν τῶν ἐπιχωρίων͵ Ἀπολλοδώρου ὑός͵ οἰκίας μεγάλης τε καὶ εὐδαίμονος
    • για τόπους
    • ΗΡ 5.31.3 Εὐβοίῃ͵ νήσῳ μεγάλῃ τε καὶ εὐδαίμονι
    • ΗΡ 8.111.2 αἱ Ἀθῆναι μεγάλαι τε καὶ εὐδαίμονες
    • ΣΟΦ ΟιδΚ 282 ξὺν οἷς σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις ὑπηρετῶν
    • διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος
    • ΕΥΡ απ 198.1 εἰ δ΄ εὐτυχῶν τις καὶ βίον κεκτημένος μηδὲν δόμοισι τῶν καλῶν πειράσεται͵ ἐγὼ μὲν οὔποτ΄ αὐτὸν ὄλβιον καλῶ͵ φύλακα δὲ μᾶλλον χρημάτων εὐδαίμονα
    • ΕΥΡ Μηδ 1229 ὄλβου δ΄ ἐπιρρυέντος εὐτυχέστερος ἄλλου γένοιτ΄ ἂν ἄλλος͵ εὐδαίμων δ΄ ἂν οὔ
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευτυχία, σε κατάσταση ευημερίας
    • ΠΛ Νομ 662e οὐχ ὡς εὐδαιμονέστατά με ἐβούλου ζῆν;
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1280b πόλις δὲ ἡ γενῶν καὶ κωμῶν κοινωνία ζωῆς τελείας καὶ αὐτάρκους. { πόλη είναι η επικοινωνία των κωμών και των γενών, προκειμένου να επιτευχθεί μια πλήρης και αυτάρκης ζωή, κι αυτό είναι το να ζει κανείς με ευτυχία και αξιοπρέπεια }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: εὖ + δαίμων.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε16
    • επίθετο συγκρ. εὐδαιμονέστερος, υπερθ. εὐδαιμονέστατος
    • επίρρημα συγκρ. εὐδαιμονέστερον, υπερθ. εὐδαιμονέστατα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δαίμων, δαιμόνιον, εὐδαιμονία, εὐδαιμοσύνη, δυσδαιμονία, κακοδαιμονία, ἀγαθοδαίμων 'ο αγαθός θεός', ἀνθρωποδαίμων 'άνθρωπος που έγινε θεός', δυσδαιμονία 'ατυχία', δεισιδαιμονία 'σεβασμός στον θεό'
      • ρήματα: εὐδαιμονέω, εὐδαιμονίζω, δυσδαιμονέω 'ατυχώ, δυστυχώ', κακοδαιμονέω 'είμαι δυστυχής', κακοδαιμονάω 'κατέχομαι από κακό δαίμονα'
      • επίθετα: δαιμόνιος 'αυτός που έχει σχέση με το θείο', δαιμονία, εὐδαίμων, εὐδαιμονικός, πανευδαίμων, τρισευδαίμων, ὑπερευδαίμων, δυσδαίμων 'άτυχος, βαριόμοιρος', ὀλβιοδαίμων 'ευτυχισμένος', δεισιδαίμων 'ευσεβής', βαρυδαίμων 'δυστυχισμένος, άτυχος' , ἰσοδαίμων 'όμοιος με θεό'
      • επιρρήματα: δαιμονίως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: κακοδαιμοσύνη, δεισιδαιμονία 'φόβος των θεών, προλήψεις', δαιμονίς, δαιμονισμός, δαιμονοπληξία, εὐδαιμόνησις, ἀρχιδαίμων, κοιλιοδαίμων, μεγαλοδαίμων, νεκυ(ο)δαίμων 'θεός του θανάτου'
      • ρήματα: δαιμονίζομαι, δεισιδαιμονέω 'κατέχομαι από προλήψεις'
      • επίθετα: ὁμοδαίμων, φιλοδαίμων, δεισιδαίμων 'προληπτικός', ἀδεισιδαίμων, δαιμονόπληκτος
      • επιρρήματα: δυσδαιμόνως, ἀδεισιδαιμόνως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %δαιμ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δαιμονιακώς, δαιμονήλατος, δαιμονιότης, δαιμονισμός, δαιμονιωδώς, δαιμονολατρεία, δαιμονοληψία, δαιμονολογία, δαιμονόμορφος, δαιμονοπάθεια, δαιμονόπαιδες, δαιμονοφειλέτης 'αυτός που χρωστά την ψυχή του στον διάβολο', ευδαιμονιστικόν (σύστημα φιλοσοφίας), ευδαιμονολογία
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Στερ.Ελλ. διμουν'κός