Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- εὐγενής
- επίθετο
- -ής, -ές
- εὐγενῶς
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά, αυτός που έχει ευγενική καταγωγή |γενναιόψυχος, γενναιόδωρος, θαρραλέος |από καλή ράτσα |για ζώα 2. αρχοντικός, ωραίος, επιβλητικός |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια, μεγαλόψυχα, με θάρρος
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά, αυτός που έχει ευγενική καταγωγή
- ΞΕΝ Ελλ 4.1.7 πατρὸς δ΄ εὐγενεστάτου͵ δύναμιν δ΄ ἔχοντος
- ΣΟΦ Αι 479 ἀλλ΄ ἢ καλῶς ζῆν ἢ καλῶς τεθνηκέναι τὸν εὐγενῆ χρή
- ΣΟΦ Αντ 37 καὶ δείξεις τάχα εἴτ΄ εὐγενὴς πέφυκας εἴτ΄ ἐσθλῶν κακή
- ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1301b εὐγενεῖς γὰρ εἶναι δοκοῦσιν οἷς ὑπάρχει προγόνων ἀρετὴ καὶ πλοῦτος
- γενναιόψυχος, γενναιόδωρος, θαρραλέος
- ΑΙΣΧΙΝ 2.157 Ξανθίας ὑποκρινόμενος οὕτως εὐγενὴς καὶ μεγαλόψυχος γένοιτο
- ΠΛ Πολ 375a οἴει οὖν τι͵ ἦν δ΄ ἐγώ͵ διαφέρειν φύσιν γενναίου σκύλακος εἰς φυλακὴν νεανίσκου εὐγενοῦς;
- από καλή ράτσα
- για ζώα
- ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 488b τὰ δ΄ ἐλευθέρια καὶ ἀνδρεῖα καὶ εὐγενῆ͵ οἷον λέων
- 2. αρχοντικός, ωραίος, επιβλητικός
- ΕΥΡ Μηδ 1072 καὶ σχῆμα καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων
- ΕΥΡ Ελ 10 εὐγενῆ τε παρθένον Εἰδώ͵ τὸ μητρὸς ἀγλάισμα
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια, μεγαλόψυχα, με θάρρος
- ΕΥΡ Κυκλ 201 εἰ θανεῖν δεῖ͵ κατθανούμεθ΄ εὐγενῶς
- ΕΥΡ Τρ 727 εὐγενῶς δ΄ ἄλγει κακοῖς
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- Από: εὖ + -γενής.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε18
- επίθετο συγκρ. εὐγενέστερος, υπερθ. εὐγενέστατος
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: γένος, γόνος, γενεά, γέννα, γέννημα, γέννησις, γεννητής 'αυτός που παράγει, πατέρας, γονιός', γεννήτωρ 'πρόγονος', εὐγένεια, δυσγένεια, γένεσις
- ρήματα: γίγνομαι, γεννάω, παραγίγνομαι, ξυμπαραγίγνομαι
- επίθετα: εὐγενής, ὑπερευγενής, δυσγενής, ἀγενής, ἀειγενής, ἀσιατογενής, αὐθιγενής, ἀφρογενής, γηγενής, ἐγγενής, θηλυγενής, ἰθαγενής, συγγενής, συγγένειος, πυριγενής, γενναῖος 'ευγενικής καταγωγής', γεννητός, ἀγέννητος 'αγέννητος, ταπεινής καταγωγής', ἀγεννής 'ταπεινής καταγωγής', ἄγονος, ἔκγονος, πρόγονος, ὀψίγονος 'αυτός που γεννήθηκε όταν οι γονείς είναι μεγάλοι, ο νεώτερος από τα αδέλφια', ἠυγένειος, συγγένειος
- επιρρήματα: εὐγενῶς, ἐγγενῶς, συγγενῶς
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: εὐγενάτωρ, γενετή 'γέννηση', παραγένησις 'παρουσία'
- ρήματα: εὐγενίζω, ἐξευγενίζω, ἐπιπαραγίγνομαι 'φτάνω στη σκηνή, επιτυγχάνω στη στρατηγία', συμπαραγίγνομαι
- επίθετα: εὐγενέτης, εὐγενικός, εὐγένιος, εὐγένειος, παντεύγενος, πανευγενέστατος, τρισευγενής, φιλευγενής, μονογενής, ἀλλογενής, ἑτερογενής, ὑστερογενής, ἀρχέγονος, ἐπίγονος, συγγένειος
- επιρρήματα: εὐγενοπρεπῶς, ἀγενῶς, ἀλλογενῶς, δυσγενῶς, ὁμογενῶς
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ευγενοκρατία, ευγενόπαιδες, ευγενοπρεπής, ευγενόφρων, τα γονίδια, γονιδιοφόρος, γονιμοποιῶ, γονιμοποίησις, γονοφόρος, γενετικός
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Πόντ. ευγενίσκουμαι 'φέρομαι ευγενικά', Πόντ. γενεθή, γενηθή, Τσακων. γεννατέ 'γεννητός', Πόντ. τα γεννητά 'γέννηση, καταγωγή', Πόντ. γεννέτρα 'μητέρα, γόνιμη γυναίκα', Απουλ. γένο, gένο 'γένος'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ