Βιβλιογραφία

Οδηγός Σχολιασμένης Βιβλιογραφίας για την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία 

 

Οι τόμοι I, III & IV και σε ηλεκτρονική μορφή στις διευθύνσεις:

http://www.perseus.tufts.edu/cgi-bin/ptext?doc=Perseus%3Atext%3A...
http://www.perseus.tufts.edu/cgi-bin/ptext?doc=Perseus%3Atext%3A...
http://www.perseus.tufts.edu/cgi-bin/ptext?doc=Perseus%3Atext%3A...

1. Χαρακτηριστικά έκδοσης

  • Το έργο του Kühner κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε δύο τόμους το 1834-5 με τον τίτλο Ausführliche Grammatik der griechischenSprache, wissenschaftlich und mit Rücksicht auf den Schulgebrauch. Όπως δηλώνει ο υπότιτλος, είχε διπλό προσανατολισμό: ήθελε συγχρόνως να ανταποκρίνεται στα κριτήρια της επιστήμης, αλλά και στις ανάγκες της σχολικής χρήσης, αφού ο Kühner υπήρξε καθηγητής στο Λύκειο του Ανόβερου. Στη δεύτερη όμως έκδοση με τον συντομευμένο τίτλο Ausführliche Grammatik der griechischen Sprache (1877-79) ο συγγραφέας, αναγνωρίζοντας την δυσκολία να συμβιβαστούν οι δύο στόχοι που είχε θέσει, αναθεώρησε σε μεγάλη έκταση το έργο του με μοναδικό στόχο την επιστημονική του αρτιότητα και τον λεπτομερή και εξαντλητικό χαρακτήρα των περιγραφών του. Στην τρίτη έκδοση, μετά τον θάνατο του Kühner, το έργο αναθεωρήθηκε εκ νέου: το μέρος της γραμματικής από τον Fr. Blass (I. 1890, II. 1892) και το μέρος του συντακτικού από τον B. Gerth (I. 1898, II. 1904).
  • Το έργο αποτελείται από δύο μέρη (το πρώτο γραμματικής και το δεύτερο συντακτικού), το καθένα από τα οποία περιέχεται σε δύο τόμους. Elementar- und Formenlehre, τόμος I: xxiii + 645 σελίδες.
    Elementar- und Formenlehre, τόμος II: xi + 652 σελίδες.
    Satzlehre, τόμος I: xi + 666 σελίδες.
    Satzlehre, τόμος II: xi + 714 σελίδες.
  • Οι σελίδες είναι αρκετά πυκνοτυπωμένες και με λίγες υποσελίδιες σημειώσεις. Στο επάνω περιθώριο της σελίδας σημειώνεται η σελιδαρίθμηση και ο αριθμός των παραγράφων, ενώ υπάρχουν και προμετωπίδες όπου αναγράφεται ο τίτλος των κεφαλαίων στην αριστερή σελίδα και ο τίτλος των παραγράφων στη δεξιά.
  • Η ύλη κατανέμεται σε κεφάλαια και αριθμημένες παραγράφους (ουσιαστικά πρόκειται για υποκεφάλαια), η αρίθμηση των οποίων είναι συνεχόμενη από τον πρώτο έως τον τέταρτο τόμο: I. §§1-188, II. §§189-343, III. §§344-470, IV. §§471-608. Νέα κάθε φορά αρίθμηση χρησιμοποιείται για τον επιμερισμό της ύλης στο εσωτερικό των αριθμημένων παραγράφων, ενώ στο τέλος τους τυπώνονται με μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία ειδικότερες παρατηρήσεις.
  • Πλάγια τυπογραφικά στοιχεία χρησιμοποιούνται για τις λατινικές λέξεις και παραθέματα, ενώ με αραίωση των τυπογραφικών στοιχείων επισημαίνεται η γραμματική ή συντακτική ορολογία και οι λέξεις που ενδιαφέρουν στα αρχαιοελληνικά παραθέματα. Οι αρχαιοελληνικές λέξεις και τα παραθέματα δεν πλαγιάζονται, ξεχωρίζουν όμως από το υπόλοιπο κείμενο λόγω των διαφορετικών τυπογραφικών στοιχείων.
  • Στο τμήμα της γραμματικής χρησιμοποιούνται και πίνακες στους οποίους παρέχονται κλιτικά υποδείγματα.
  • Οι τόμοι I, III & IV είναι ελεύθερα προσβάσιμοι και σε ηλεκτρονική μορφή στις παρακάτω διευθύνσεις αντίστοιχα: http://www.perseus.tufts.edu/cgi-bin/ptext?doc=Perseus%3Atext%3A..., http://www.perseus.tufts.edu/cgi-bin/ptext?doc=Perseus%3Atext%3A..., http://www.perseus.tufts.edu/cgi-bin/ptext?doc=Perseus%3Atext%3A...
  • Το κείμενο έχει τη μορφή ιστοσελίδας (κάθε ιστοσελίδα περιέχει μία από τις αριθμημένες παραγράφους της έντυπης έκδοσης) και υπάρχει η δυνατότητα αντιγραφής, αποθήκευσης ή εκτύπωσης της ιστοσελίδας. Για την εμφάνιση των αρχαιοελληνικών χαρακτήρων είναι απαραίτητη η γραμματοσειρά Arial Unicode MS. Από τον πίνακα των αναλυτικών περιεχομένων μπορεί να εντοπίσει κανείς την παράγραφο που τον ενδιαφέρει, ενώ παράλληλα παρέχεται και η δυνατότητα αναζήτησης γραμματικών ή συντακτικών όρων. Σε κάθε παράγραφο υπάρχει σύνδεση με την αντίστοιχη παράγραφο της Greek Grammar του H. W. Smyth, που επίσης διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή.

2. Περιεχόμενα Περιεχόμενα

  • Το έργο των Kühner, Blass και Gerth στοχεύει στην αναλυτική και εξαντλητική περιγραφή της γραμματικής και της σύνταξης της αρχαίας ελληνικής. Χρονικά καλύπτει την περίοδο από τον Όμηρο έως το τέλος του 4. αι. π.Χ. περίπου, ενώ λεπτομερώς περιγράφονται και οι ιδιοτυπίες των ποικίλων αρχαιοελληνικών διαλέκτων, με υλικό που αντλείται από γραμματειακές αλλά και επιγραφικές πηγές.
  • Στην αρχή όλων των τόμων προτάσσεται πρόλογος των αναθεωρητών τους (του Blass στους τόμους της γραμματικής, του Gerth στους τόμους του συντακτικού) και αναλυτικός πίνακας περιεχομένων. Στον πρώτο τόμο της γραμματικής παρέχονται επιπλέον οι πρόλογοι του Kühner στην πρώτη και δεύτερη έκδοση του έργου. Στο τέλος των τόμων επιτάσσονται διορθώσεις και προσθήκες, ενώ στο τέλος του δεύτερου και τέταρτου τόμου παρέχονται δύο ευρετήρια: (α) γραμματικής και συντακτικής ορολογίας και (β) αρχαιοελληνικών λέξεων.
  • Οι δύο πρώτοι τόμοι του έργου του Kühner καλύπτουν την γραμματική της αρχαίας ελληνικής. Μετά την εξέταση, στα δύο κεφάλαια της εισαγωγής, των αρχαιοελληνικών διαλέκτων και της χρήσης τους στα διάφορα λογοτεχνικά γένη και είδη, στη συνέχεια παρουσιάζεται εξαντλητικά το σύνολο της γραμματικής θεωρίας, που κατανέμεται, σύμφωνα με τις κατηγορίες της παραδοσιακής γραμματικής, σε τρεις μεγάλες ενότητες: φωνολογία, μορφολογία και παραγωγή. Στο τέλος του δεύτερου τόμου υπάρχει εκτεταμένος κατάλογος ρημάτων της αρχαίας ελληνικής, στον οποίο δίνεται η ετυμολογία τους, ο σχηματισμός των χρόνων τους και οι ποικίλοι διαλεκτικοί τύποι που μαρτυρούνται.
  • Οι δύο επόμενοι τόμοι περιέχουν τη σύνταξη της αρχαίας ελληνικής. Στην αρχή προτάσσεται εισαγωγή στην οποία συζητείται η γλώσσα ως αντικείμενο της γραμματικής και κάποιες ιδιαιτερότητες της ελληνικής ως προς τη χρήση των ουσιαστικών, και στη συνέχεια περιγράφεται εξαντλητικά η αρχαιοελληνική σύνταξη, η οποία κατανέμεται σε δύο μεγάλες ενότητες: η πρώτη πραγματεύεται τη δομή της απλής πρότασης και τη σύνταξη των βασικών όρων της, ενώ η δεύτερη την παρατακτική και υποτακτική σύνδεση των προτάσεων μεταξύ τους. Τα τελευταία κεφάλαια της δεύτερης ενότητας αφιερώνονται στη συντακτική υφολογία και αφορούν, συγκεκριμένα, στα σχήματα λόγου, τον επιτονισμό των λέξεων με βάση τη θέση τους μέσα στην πρόταση και τον σχηματισμό της περιόδου.
  • Δεδομένου ότι μεγάλο μέρος της αξίας του έργου του Kühner έγκειται στον πλούσιο αριθμό αρχαιοελληνικών παραθεμάτων, που το καθιστούν έργο αναφοράς για όποιον μελετά την αρχαία ελληνική γραμματεία, είναι εξαιρετικά χρήσιμος ο Index locorum zu Kühner-Gerth που εκπονήθηκε για το μέρος του συντακτικού από τον W. M. Calder III.
  • [Η ελληνική μετάφραση του έργου περιλαμβάνει μόνο το δεύτερο μέρος, το συντακτικό, και έγινε από τη δεύτερη έκδοση, πριν επομένως την αναθεώρηση του Gerth. Πέραν του γεγονότος αυτού που μειώνει αρκετά την αξία της, είναι και αρκετά απωθητική για τον σημερινό αναγνώστη, τόσο εξαιτίας της ιδιαίτερα δύσκαμπτης, αρχαΐζουσας γλώσσας της, που συχνά δημιουργεί ασάφειες και παρανοήσεις, όσο και λόγω της τυπογραφικής μορφής της (ακόμη και τα αρχαιοελληνικά παραθέματα, παρά την τοποθέτησή τους μέσα σε εισαγωγικά, δύσκολα διακρίνονται από το υπόλοιπο κείμενο). Επιπλέον, τα ευρετήρια στο τέλος του δεύτερου τόμου είναι προβληματικά, καθώς οι αριθμοί των σελίδων πολύ συχνά είναι λανθασμένοι, καθιστώντας την ελληνική έκδοση αρκετά δύσχρηστη. Παρά τα μειονεκτήματά της, η ελληνική μετάφραση έχει την ιστορική αξία της, γιατί στην εποχή της κατέστησε προσιτά στο ελληνικό κοινό τα πορίσματα της ευρωπαϊκής επιστήμης στον χώρο της αρχαιοελληνικής σύνταξης, κάτι που είχε επιχειρήσει λίγα χρόνια πιο πριν και ο Κ. Ασώπιος με τα έργα του Εισαγωγή εις την ελληνικήν σύνταξιν και Περί ελληνικής συντάξεως. Περίοδος δευτέρα.]

3. Μεθοδολογικές παρατηρήσεις

  • Το έργο του Kühner, όπως και άλλα ανάλογα γραμματικά έργα του 19ου αι., στηρίζεται στην συλλογή πλούσιου πρωτογενούς υλικού πάνω στο οποίο βασίζει τις περιγραφές των φαινομένων. Η μέθοδός του είναι κυρίως συστηματική και περιγραφική: ενδιαφέρεται για τη συστηματική ταξινόμηση και αναλυτική περιγραφή των φαινομένων, χωρίς να αγνοούνται οι διαλεκτικές ιδιοτυπίες, καθώς και οι γραμματικές ή συντακτικές ιδιαιτερότητες που απαντούν σε συγκεκριμένα λογοτεχνικά είδη ή συγγραφείς. Δεν λείπει όμως τελείως και η ιστορικοσυγκριτική προοπτική, γιατί γίνεται προσπάθεια να ανιχνευθούν ομοιότητες της αρχαίας ελληνικής με άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, όπως η σανσκριτική, η λατινική, η γερμανική κ.ά., και να περιγραφούν οι εξελίξεις που οδήγησαν στην ιδιαίτερη δομή της αρχαίας ελληνικής, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί τη βασική προτεραιότητα του έργου.
  • Για την τεκμηρίωση και τον παραδειγματισμό των περιγραφών χρησιμοποιείται πλουσιότατος αριθμός παραθεμάτων τα οποία αντλούνται από την αρχαιοελληνική γραμματεία που καλύπτει την περίοδο από τα ομηρικά έπη έως το τέλος περίπου του 4. αι. π.Χ. Στην γραμματική και για την περιγραφή των αρχαιοελληνικών διαλέκτων χρησιμοποιείται υλικό όχι μόνο από γραμματειακές, αλλά και από επιγραφικές πηγές. Τα παραδείγματα συνοδεύονται πάντοτε από παραπομπή στο κείμενο από το οποίο αποσπάστηκαν.
  • Οι αρχαιοελληνικές λέξεις που χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα στην γραμματική και τα παραθέματα από αρχαίους συγγραφείς στο συντακτικό συνοδεύονται, σε αρκετές περιπτώσεις, από γερμανική μετάφραση ή το λατινικό ισοδύναμό τους.
  • Συγκεντρωτικός πίνακας βιβλιογραφίας δεν υπάρχει, ωστόσο στις υποσημειώσεις υπάρχουν αρκετές βιβλιογραφικές παραπομπές. Εξαιτίας της παλαιότητας του ίδιου του έργου και των αναθεωρήσεών του η βιβλιογραφία είναι αναγκαστικά πεπαλαιωμένη.

4. Αξιολογικές παρατηρήσεις

  • Η Ausführliche Grammatik der griechischen Sprache του Kühner αποτελεί το σπουδαιότερο από μια σειρά έργων για τη γραμματική και τη σύνταξη της αρχαίας ελληνικής που παρήγαγε η γερμανική κλασική φιλολογία κατά τον 19ο αι. Ανάλογα υπήρξαν τα έργα των A. Matthiä, Ausführliche griechische Grammatik (Λιψία 1807), G. Bernhardy, Wissenschafliche Syntax der griechischen Sprache (Βερολίνο 1829), K. W. Krüger, Griechische Sprachlehre für Schulen (Βερολίνο 1842-52, 31875). Η ώθηση για τη συγγραφή αυτών των συστηματικών και πλούσιων σε υλικό έργων για την αρχαία ελληνική γλώσσα δόθηκε κυρίως από τον μεγάλο όγκο γραμματικών και συντακτικών γνώσεων που είχε συσσωρευτεί με τη μορφή βοηθητικών σημειώσεων (adnotationes και observationes) κατά την κριτική έκδοση και τον σχολιασμό των αρχαίων συγγραφέων. Οι γνώσεις αυτές, για να μπορέσουν να αξιοποιηθούν, έπρεπε να συγκεντρωθούν και να συστηματοποιηθούν, ανάγκη στην οποία ανταποκρίθηκαν αρκετοί, γερμανοί κυρίως, φιλόλογοι στις αρχές και τα μέσα του 19ου αι.
  • Ως προς τις αρχές και τη μεθοδολογία του το έργο του Kühner είναι αρκετά επηρεασμένο από τη φιλοσοφική και λογική γραμματική, η οποία υπήρξε η κυρίαρχη τάση κατά τον 18ο αι. και έχει τις ρίζες της στη Λογική γραμματική του Port-Poyal (17ος αι.). Έντονη είναι επίσης η επιρροή της γλωσσικής φιλοσοφίας του W. von Humboldt, ο οποίος υπό την επίδραση ρομαντικών ιδεών πρέσβευε ότι η κάθε γλώσσα αποτελεί οργανική ενότητα που με την εσωτερική δομή της εκφράζει τον τρόπο σκέψης του λαού που την μιλάει. Κατά συνέπεια, οι γλωσσικές κατηγορίες μπορούν να αναχθούν σε κατηγορίες της σκέψης. Οι συγκεκριμένες ιδέες επέδρασαν και στην κλασική φιλολογία (κυρίως εκφράστηκαν από τον G. Hermann), ενώ ενδεικτική για την επίδραση τους στον Kühner είναι η συχνή, στο έργο του, παρομοίωση της γλώσσας με τον οργανισμό και την ανάπτυξη των φυτών.
  • Στον τομέα της σύνταξης ειδικότερα, ο Kühner δέχτηκε την επίδραση κυρίως του ορθολογικού συστήματος που διαμόρφωσαν, υπό την επίδραση της φιλοσοφικής γραμματικής, οι K. F. Becker και S. H. A. Herling για την περιγραφή της γερμανικής γλώσσας. Συγκεκριμένα, υιοθέτησε ως κριτήριο για την ταξινόμηση και την περιγραφή των συντακτικών φαινομένων όχι τα μέρη του λόγου, που ήταν η παραδοσιακή τακτική, αλλά τους όρους της πρότασης, προκειμένου να αναδειχθεί η δομή της απλής πρότασης και η συντακτική λειτουργία των όρων της. Στην ίδια επιρροή ανάγεται και η διάκριση των δευτερευουσών προτάσεων σε ουσιαστικές, επιθετικές και επιρρηματικές. Το ίδιο σύστημα ακολούθησε ο Kühner και στην περιγραφή της λατινικής σύνταξης (Ausführliche Grammatik der lateinischenSprache. II, Satzlehre, αναθεωρήθηκε το 21912 από τον C. Stegmann και το 41962 από τον A. Thierfelder).
  • Η ορθολογιστική όμως τάση που χαρακτηρίζει τη φιλοσοφική γραμματική και είναι εμφανής σε αρκετά έργα του 19ου αι. οδήγησε πολλές φορές σε βιασμό των γλωσσικών δεδομένων για να προσαρμοστούν σε προκατασκευασμένες φιλοσοφικές κατηγορίες. Στο έργο του Kühner η σημαντικότερη παρενέργεια της εξορθολογιστικής τάσης ήταν η άρνησή του να αναγνωρίσει την ευκτική ως αυτόνομη έγκλιση και η προσπάθειά του να την ερμηνεύσει ως υποτακτική των ιστορικών χρόνων, προκειμένου να υπάρξει και στην αρχαία ελληνική ένα σύστημα τριών εγκλίσεων που θα αντιστοιχούν στις λειτουργίες του ανθρώπινου πνεύματος: οριστική-αντίληψη (Wahrnehmung), υποτακτική-φαντασία (Vorstellung), προστακτική-δύναμη της επιθυμίας (Begehrungsvermögen).
  • Οι Blass και Gerth κατά την αναθεώρηση του έργου διατήρησαν την προηγούμενη δομή του, το προσάρμοσαν όμως στα νεότερα πορίσματα της έρευνας. Στην περίπτωση της γραμματικής προστέθηκε το νέο γλωσσικό υλικό που προέκυψε κυρίως από την περιοχή της επιγραφικής, ενώ λήφθηκαν υπόψη και οι εξελίξεις στην ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογια. Στους τόμους του συντακτικού ο Gerth απομάκρυνε τις φιλοσοφικές προκαταλήψεις που διαστρέβλωναν την παρουσίαση του υλικού, όπως συνέβαινε για την ευκτική, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η περιγραφή χρειάστηκε να αναθεωρηθεί λόγω των νεότερων συμπερασμάτων της ιστορικής γλωσσολογίας, όπως στη σύνταξη των πτώσεων, όπου η γενική και η δοτική δεν μπορούν πλέον να περιγραφούν ως ενιαίες πτώσεις, αφού αποδείχτηκε ότι έχουν αναλάβει τις λειτουργίες και άλλων παλαιότερων πτώσεων: της αφαιρετικής, της οργανικής και της τοπικής.
  • Το έργο του Kühner, μετά την αναθεώρησή του από τους Blass και Gerth, αποτελεί την αναλυτικότερη και πληρέστερη περιγραφή της αρχαιοελληνικής γραμματικής και σύνταξης. Παρά την παλαιότητά του, παραμένει βασικό έργο αναφοράς και εξαιρετικά χρήσιμο για τον πλούτο των παραθεμάτων του· μαζί με την Griechische Grammatikτου Ed. Schwyzer είναι από τα βασικότερα εργαλεία των φιλολόγων για τη μελέτη της αρχαιοελληνικής γραμματείας.

Παρουσίαση: Σ. Κ. Τσέλικας