Βιβλιογραφία

Οδηγός Σχολιασμένης Βιβλιογραφίας για την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία 

 

Απώτερος στόχος του μελετήματος είναι η υπόδειξη ότι στο αντιθετικό ζεύγος "ισχυρή" και "ασθενής" γλώσσα, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν εμπλέκονται μόνο διαγλωσσικά, αλλά και ενδογλωσσικά προβλήματα. Ειδικότερα, στην περίπτωση της ελληνικής γλώσσας ο συγγραφέας θεωρεί ότι η αρχαία ελληνική υπερτιμάται έναντι της νέας ελληνικής γλώσσας. H ενδογλωσσική αυτή διαβάθμιση οφείλεται στην εξής καταστατική σύγχυση: η ανάδειξη της λογοτεχνικής παραγωγής μιας εποχής σε κλασική υποβάλλει συγχρόνως τη θέση ότι και ο βασικός γλωσσικός της τύπος είναι και αυτός κλασικός. Έτσι δημιουργείται το ζεύγος: κλασική γλώσσα-κλασική λογοτεχνία, λίγο πολύ ως σχέση αιτίου και αιτιατού. «Συμπέρασμα πρώτο και πρόχειρο: σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την ελληνική γλώσσα (σε μικρότερο ίσως βαθμό και την ελληνική λογοτεχνία), η αντίθεση ισχύος και ασθένειας παραμένει σταθερή: το γλωσσικό παρελθόν διεκδικεί τον τίτλο του ισχυρού, ενώ το γλωσσικό παρόν εκτιμάται ως ελλειμματικό και ασθενές» (σ. 876).

Στη συνέχεια του μελετήματος ο συγγραφέας μεταφέρει την προηγούμενη ενδογλωσσική διαβάθμιση στον χώρο της νεοελληνικής μεταφραστικής θεωρίας και πρακτικής. Mε βάση τη διάκριση του μεταφρασεολόγου Ladmiral, ο οποίος απορρίπτει την a priori υποτέλεια της μεταφραστικής γλώσσας στη μεταφραζόμενη, αντιπροτείνοντας τη γλωσσική τους ισοτιμία σε αναλογική βάση ―όλες οι γλώσσες κρίνονται συγχρόνως ίσες και ίδιες (για περισσότερες πληροφορίες βλ. την παρουσίαση του άρθρου «La traduction: Des texts classiques?»)― εντοπίζει ποικίλης τάξεως μεταφραστικά ιδεολογήματα, που επικράτησαν, στον τόπο μας, στον χώρο της μεταφραστικής πρακτικής αρχαιοελληνικών κειμένων. Tέλος, καταθέτει πέντε αξιωματικές προτάσεις, οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν το έργο της μετάφρασης:

  1. Η σχέση αρχαιοελληνικής μεταφραζόμενης και νεοελληνικής μεταφραστικής γλώσσας θα πρέπει να θεωρηθεί "ολική", που δηλώνει μαζί την οικειότητα και την ανοικειότητά τους.
  2. Η μετάφραση αποτελεί την ασφαλέστερη μέθοδο διεισδυτικής και ωφέλιμης ανάγνωσης, τόσο της πρωτότυπης γλώσσας όσο και του πρωτότυπου κειμένου.
  3. Όρος για να λειτουργήσει η αρχαιοελληνική γλώσσα ισότιμα προς τη νεοελληνική είναι να ενεργοποιηθούν και οι δύο συμβαλλόμενες γλώσσες μέσα στο μεταφραστικό κύκλωμα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «έτσι επιτυγχάνεται μια ισότιμη διασταύρωση, η οποία συνεπάγεται την περιδίνηση των δύο συμβαλλομένων γλωσσών, θα τολμούσα να πω: τον εναγκαλισμό τους» (σ.878).
  4. Η διάκριση ανάμεσα σε φιλολογική και λογοτεχνική μετάφραση στρεβλώνει τη μεταφραστική δοκιμή, καθώς επιμένει στις διαφορές των δύο συμβαλλομένων γλωσσών και θεωρεί εξ αποτελέσματος αναπόφευκτη την ανισόρροπη σχέση τους.
  5. «Προϋπόθεση για τη μετάφραση των αρχαίων ελληνικών κειμένων είναι η αποκαθήλωσή τους από τη συμβατική τους σταύρωση στο εικονοστάσι της κλασικής τελετουργίας. Διαφορετικά ο μεταφραστής ενδίδει είτε στον αποτρόπαιο τρόμο είτε στην παρακλητική προσευχή. Γιατί το μεγάλο κείμενο δεν μεταφράζεται παρά μόνον με όρους μεταφορικής ισοτιμίας: το σθένος της ισχυρής γλώσσας συμβάλλεται με το σθένος της ασθενούς γλώσσας στην ίδια στάθμη ―προσωρινά έστω, και όσο διαρκεί η μετάφραση» (σ.878).

Ιδρυτικό κείμενο γύρω από την ανισοσθένεια μεταξύ της αρχαίας ελληνικής ως μεταφραζόμενης και της νέας ελληνικής ως μεταφραστικής γλώσσας.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Λ. ΠΟΛΚΑΣ