Βιβλιογραφία

Οδηγός Σχολιασμένης Βιβλιογραφίας για την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία 

 

Το άρθρο αυτό περιλαμβάνει πέντε επιφυλλίδες που είχαν δημοσιευθεί στο Βήμα της Κυριακής με θέμα τη σχολική μετάφραση.

1. Το monstrum της σχολικής μετάφρασης (31.5.92)

Αρχικά προσδιορίζονται οι τύποι της φιλολογικής και της λογοτεχνικής μετάφρασης. Η φιλολογική μετάφραση: (α) προϋποθέτει γλωσσική και γραμματολογική παιδεία ειδικότερα προσανατολισμένη στον μεταφραζόμενο συγγραφέα και στο μεταφραζόμενο κείμενο· (β) είναι προϊόν μακρόχρονου σπουδαστηριακού μόχθου και πολλαπλής γραφής· (γ) παραμένει μέχρι τέλους εξαρτημένη από το πρωτότυπο κείμενο, το οποίο θεωρείται σταθερό σημείο αναφοράς της και αναντικατάστατο. Σε σαφή διάκριση προς τη φιλολογική, η λογοτεχνική μετάφραση: (α) ρίχνει το βάρος του ενδιαφέροντός της λιγότερο στη μεταφραζόμενη και περισσότερο στη μεταφραστική γλώσσα, αναζητώντας αναλογίες υφολογικής κυρίως τάξης μεταξύ των δύο γλωσσικών τύπων· (β) θεωρεί τον μεταφραζόμενο λόγο σταθερό, τον μεταφραστικό ρευστό και εξελισσόμενο, αποδέχεται επομένως εξ ορισμού τον πρόσκαιρο ρόλο και προορισμό της· (γ) παρά ταύτα, και για περιορισμένο έστω χρονικό διάστημα, φιλοδοξεί να αντικαταστήσει το πρωτότυπο κείμενο ή και να το απομονώσει στις βιβλιοθήκες των κλασικών φιλολόγων.

Η σχηματική αντιπαράθεση των δύο μεταφραστικών τύπων γίνεται για να φανεί καθαρότερα και η παθολογία τους. Η φιλολογική μετάφραση συχνά κατηγορείται για ένα είδος γλωσσικής ουδετερότητας και υφολογικής υποθερμίας· για τις σπανιότερες περιπτώσεις όπου ο φιλόλογος μεταφραστής δοκιμάζει να υπερβεί τον προκείμενο κίνδυνο, οι λογοτέχνες μεταφραστές επισημαίνουν τη λογοτεχνική του καθυστέρηση ως προς τη μεταφραστική γλώσσα· το επιχείρημά τους είναι ότι ο φιλόλογος μεταφραστής κατά κανόνα αναφέρεται, όταν αναφέρεται, σε προηγούμενη φάση της ισχύουσας λογοτεχνικής γλώσσας και, ως εκ τούτου, μιμείται παρωχημένους πια γλωσσικούς και υφολογικούς τρόπους. Η παθολογία της λογοτεχνικής μετάφρασης έχει εμφανέστερα συμπτώματα: συχνά προδίδει μερική ή και ολική άγνοια της μεταφραζόμενης γλώσσας (οι περισσότερες λογοτεχνικές μεταφράσεις στηρίζονται σε προηγούμενες, φιλολογικές ή λογοτεχνικές, ομόλογες δοκιμές)· χαρακτηρίζεται από υπερβολική μάλλον έπαρση της μεταφραστικής γλώσσας που χρησιμοποιεί, για να αποδώσει το μεταφραζόμενο κείμενο, διαστρέφοντας ακόμη και απαράβατες γραμματικές, σημασιολογικές και υφολογικές εντολές του πρωτότυπου κειμένου.

Στόχος της παρουσίασης των δύο αυτών "νόμιμων" μεταφραστικών τύπων είναι να προσδιοριστεί ο "υβριδικός" τύπος της σχολικής μετάφρασης ως "νόθο τέκνο" της φιλολογικής μετάφρασης.

2. Πέρα από τη σχολική μετάφραση (21.6.92)

Αρχικά εξετάζεται αν στόχος της πρωτότυπης διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στη Μέση Εκπαίδευση είναι η πρωτοβάθμια γνωριμία της αρχαιοελληνικής γλώσσας ή της ομόγλωσσης λογοτεχνίας, και ποιός από τους δύο στόχους έχει προτεραιότητα και τελική σημασία. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, «η προσήλωση στη γλώσσα μεταβάλλει το λογοτεχνικό κείμενο σε άλλοθι για σημασιολογική και γραμματική άσκηση· αντιθέτως η πρόταξη του κειμένου ορίζει ως επικουρικό τον ρόλο της Σημασιολογίας και της Γραμματικής, προκειμένου να εκτιμηθούν, όπως πρέπει, το νόημα και η μορφή του λογοτεχνικού έργου».

Στη συνέχεια δίνεται ο ορισμός της έννοιας "κείμενο", που στη στενή εκδοχή του ταυτίζεται με το αυτοτελές, γραμματειακό και λογοτεχνικό, έργο (την Ιλιάδα λ.χ. ή τα εννέα βιβλία της Ιστορίας του Ηροδότου), ενώ στην ευρύτερη εκδοχή του περιλαμβάνει και τα γενεαλογικά-ειδολογικά χαρακτηριστικά του (λ.χ. επικό-ηρωικό κείμενο, κλασική τραγωδία). Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, η διδασκαλία ενός κειμένου δεν μπορεί να αγνοεί τις τυπολογικές και γλωσσικές εντολές του κειμένου, που είναι διαφορετικές ανά γένος και είδος: «Κάθε αρχαιοελληνικό κείμενο, που διδάσκεται από το πρωτότυπο μέσα στην τάξη, για να γίνει "μεταφράσιμο", χρειάζεται πριν από όλα αναγνώριση της μήτρας που το σχημάτισε: έλεγχο της ταυτότητάς του σε ό,τι προπάντων αφορά τον, γενικό και ειδικό, τυπολογικό και γλωσσικό του, κώδικα. Με αυτή τη μέθοδο οι σημασιολογικές και γραμματικές δυσκολίες ενός κειμένου, αν δεν μηδενίζονται, σίγουρα μειώνονται στο ελάχιστο».

Για την ανάγνωση ενός κειμένου, τη διάγνωση δηλαδή του νοήματος και της σύνταξής του, κρίσιμο στοιχείο είναι η μονάδα μέτρησης που επιλέγουμε, που δεν μπορεί να περιορίζεται ούτε στη λέξη ούτε στην πρόταση. «Τούτο σημαίνει ότι ως μόνη και νόμιμη μονάδα κατανόησης ενός κειμένου είναι τα "μικροκείμενα" που το συναποτελούν: νοηματικά δηλαδή και μορφικά μικροσύνολα με αρχή, μέση και τέλος. Στο πλαίσιο του μικροκειμένου οι λέξεις δείχνουν τη σημασία τους, οι προτάσεις καθιστούν ορατή την πορεία και την εξέλιξη του νοήματος, οι κόμποι της σύνταξης λύνονται». Στη μικροκειμενική ανάγνωση ενός κειμένου απορρίπτεται η κατά λέξη μετάφραση και αντ' αυτής προτείνεται η προφορική παράφραση, ως προσπάθεια να ανασυνταχθεί σε νεοελληνικό λόγο το μικροκειμενικό νόημα, να βρεθεί και να ελεγχθεί η συνοχή και η συνέχειά του, να εντοπιστούν όχι μόνο τα ρητά αλλά και τα λανθάνοντα στοιχεία του: «Ως ρητά στοιχεία ορίζονται τα προφανέστερα σήματα του νοήματος, που δείχνουν τη γραμμική του σύνταξη -αντιστοιχούν σε ό,τι ονόμασα προηγουμένως "λαβές". Ως λανθάνοντα στοιχεία νοούνται τα αφανέστερα, υποκείμενα σήματα ενός κειμένου, που συσπειρώνουν και εξειδικεύουν το κοινόχρηστο νόημα -αντιστοιχούν σε ό,τι καθόρισα ως "εσοχές"». Τα μικροσκοπικά αυτά σήματα δείχνουν την εσωτερική ύφανση του νοήματος, συστήνουν δηλαδή το ύφος του· το οποίο συνήθως αυτοσυστήνεται ως παρέκκλιση από κανόνες (τυπολογικούς και γλωσσικούς), που επιβάλλει το γραμματολογικό γένος και είδος, όπου ανήκει το συγκεκριμένο κάθε φορά κείμενο.

3. Πέρα βρέχει (13.9.92)

Στο πρώτο μέρος συνοψίζονται τα εξαγόμενα των δύο προηγούμενων επιφυλλίδων:

  • Το πρώτο πόρισμα αφορά στον εξ ορισμού προφορικό, εναλλακτικό και προσωρινό χαρακτήρα της σχολικής μετάφρασης, με τον οποίο μπορεί να θεραπευθεί η σημερινή της παθολογία.
  • Το δεύτερο πόρισμα σχετίζεται με το ζητούμενο της κειμενικής μονάδας, με την οποία εξοικειώνουμε τον μαθητευόμενο της αρχαίας γλώσσας και γραμματείας: προς αυτή την κατεύθυνση απορρίπτεται ως μονάδα μάθησης η πρόταση ή και η συντακτική περίοδος, και προτείνεται η κατηγορία του "μικροκειμένου".
  • Το τρίτο και τελευταίο πόρισμα επεσήμαινε ως αναφαίρετο όρο διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στο Λύκειο την προκαταβολική διάγνωση της τυπολογικής ταυτότητας του διδασκομένου κειμένου.

Στο δεύτερο δίνεται ένα υπόδειγμα διδασκαλίας τριών προοιμίων ιστοριογραφίας (των Εκαταίου, Ηροδότου, Θουκυδίδη) χωρίς μετάφραση. Διευκρινίζεται ότι επιλέγονται τα προοίμια για δύο λόγους: (α) επειδή πουθενά αλλού δεν αποτυπώνεται καθαρότερα η τυπολογική ταυτότητα ενός έργου από ό,τι στον πρόλογό του, όπου, καλώς εχόντων των πραγμάτων, προκαταβάλλονται, και μάλιστα με προγραμματικό τρόπο, τα συστατικά του στοιχεία· και (β) επειδή οι πρόλογοι αποτελούν εξ ορισμού κλειστές νοηματικές ενότητες, μπορούν επομένως να θεωρηθούν ιδεώδη παραδείγματα μικροκειμένου. Ως στόχος της διδασκαλίας/ανάγνωσης χωρίς μετάφραση ορίζεται η διάγνωση της κοινής τυπολογικής τους ταυτότητας, με τη βοήθεια της οποίας ευνοείται η βαθύτερη κατανόησή τους από διδάσκοντες και διδασκομένους σε όλα τα επίπεδα: το λεξιλογικό και σημασιολογικό, το συντακτικό και υφολογικό, τέλος στο ιδεολογικό: «Το κύριο χαρακτηριστικό της συγκριτικής ανάγνωσης των τριών αυτών μικροκειμένων, με τα οποία προγραμματίζεται η αρχαία λογογραφία και ιστορία, είναι η αναζήτηση του νοήματος (ως έκφρασης, που ορίζει έναν τρόπο σκέψης· ως σκέψης, που προκαλεί έναν ορισμένο τύπο έκφρασης), δίχως την προσφυγή στη γραπτή σχολική μετάφραση, με την οποία συνήθως υποκαθίσταται το υπό μελέτη πρωτότυπο κείμενο και κακοποιείται».

Μετά την παράθεση των τριών ιστοριογραφικών προοιμίων, η ανάγνωση εστιάζεται στο προοίμιο των Γενεηλογιών του Εκαταίου, που αποτελεί τυπολογική μήτρα όλων των επόμενων ιστοριογραφικών προοιμίων, τουλάχιστον του Ηροδότου και του Θουκυδίδη. Ειδικότερα εξετάζονται (σε σύγκριση με το προοίμιο των Ιστοριών του Ηροδότου): (α) ο τρόπος δήλωσης του συγγραφικού υποκειμένου· (β) το αντικείμενο της συγγραφής και η συγγραφική πράξη· και (γ) η προκαταβολική αξιολόγηση του έργου.

4. Διχασμός και συμφιλίωση στον Ηρόδοτο (4.10.92)

Θέμα της παρένθετης αυτής επιφυλλίδας είναι η ανθρωπολογία και θεολογία του Ηροδότου. Στην πρώτη ενότητα ο συγγραφέας εξηγεί ότι η σύζευξη του ελληνοβαρβαρικού ιδεολογήματος εγγράφεται στο τρίγωνο που σχηματίζουν ο Κροίσος με την επεκτατική πολιτική του και οι δύο μεγάλες περσικές εκστρατείες στην Ελλάδα: «Η πρώτη και πρωιμότερη μορφή της διχαστικής αυτής θεωρίας ανιχνεύεται εύκολα στους Πέρσες του Αισχύλου. Από τον Αισχύλο την παραλαμβάνει ο Ηρόδοτος μερικά χρόνια αργότερα και την οργανώνει λίγο πολύ σε σύστημα· σύμφωνα με το οποίο Έλληνες και βάρβαροι διακρίνονται όχι μόνον γεωγραφικώς, αλλά πολύ περισσότερο από πολιτειακή και πολιτιστική άποψη». Ειδικότερα στο κρίσιμο κεφάλαιο του πολιτιστικού διαχωρισμού αντιπαρατίθενται οι νοοτροπίες του ελληνικού και βαρβαρικού κόσμου ως ριζικού τύπου αντιθέσεις. Πάντως «το ηροδότειο έργο συντάσσει Έλληνες και βαρβάρους μέσα στον ενιαίο κύκλο των ανθρωπηΐων πρηγμάτων, όπου τελικώς οι διαχωριστικές διαφορές ελέγχονται ως επιφανειακά μάλλον σύνδρομα που τα παροξύνει ο πόλεμος».

Στις δύο επόμενες ενότητες συστήνεται ο Σόλων ως ο επισημότερος και επαρκέστατος εισηγητής της ηροδότειας ανθρωπολογίας και εξετάζεται ο θεμέλιος λίθος της ηροδότειας ανθρωπολογίας: ο ορισμός του θείου ως φθονερού και ταραχώδους. Στην τέταρτη ενότητα ανακεφαλαιώνονται και εξάγονται τα συμπεράσματα της προηγούμενης συζήτησης: «(α) Η ηροδότεια ανθρωπολογία επικαθορίζεται από την ηροδότεια θεολογία, αποτελεί εξαρτημένο κρίκο της. […] (β) Η ηροδότεια θεολογία είναι κυρίως θεοδικία, που επιβάλλει την αντίστοιχη ανθρωποδικία: το δίκαιο του θεού περιορίζει το δίκαιο του ανθρώπου· το ελέγχει συνεχώς, μεταβάλλοντας τις συνθήκες της ζωής του. (γ) Η ηροδότεια ανθρωπολογία (και ανθρωποδικία) ελέγχεται ως εκ τούτου απαισιόδοξη: ο άνθρωπος είναι εκτεθειμένος στον φθόνο και στην ταραχή του θεού· συμφέρεται με τις επιβαλλόμενες αλλαγές, αποδεικνύεται συμφορή. […] (δ) Για να αποφανθεί κάποιος αν στη ζωή του ανθρώπου υπερέχει τελικώς η μεριδιακή ευτυχία έναντι της δυστυχίας του, πρέπει να περιμένει το τέλος του θανάτου: τελικώς ο θάνατος αποφασίζει για τη ζωή του ανθρώπου».

Στην πέμπτη ενότητα εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο η ηροδότεια ανθρωπολογία μετριάζει τη διχαστική αντιπαράθεση Ελλήνων και βαρβάρων, στον βαθμό που τους αφορά εξίσου. Σύμφωνα με τον Μαρωνίτη, «μπορεί η ηροδότεια ανθρωπολογία να είναι σκοτεινή και απαισιόδοξη ως προς τις σχέσεις θεού και ανθρώπου, αλλά διαφαίνεται φιλάνθρωπη ως προς τις σχέσεις ανθρώπου προς άνθρωπο».

5. Να σκεφτούμε (1.11.92)

Συνεχίζοντας την τρίτη επιφυλλίδα, η ανάγνωση εστιάζεται στο προοίμιο της Ιστορίας του Θουκυδίδη, ειδικότερα: στο αντικείμενο της θουκυδίδειας συγγραφής, στη μέθοδο και στον τελικό στόχο του ηροδότειου και θουκυδίδειου έργου, στη διακριτή ανθρωπολογία και ιδεολογία τους.

Μετά την ολοκλήρωση της πρότασης διδασκαλίας, διατυπώνονται κάποια εξεταστικά μέτρα, τα οποία την υποστηρίζουν και την κατοχυρώνουν πρακτικά στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης:

(α) Το υπό εξέταση πρωτότυπο μικροκείμενο έχει στοιχειώδη νοηματική συνοχή και αυτοτέλεια και συνοδεύεται, όταν δίνεται στους εξεταζόμενους, με τα απολύτως απαραίτητα γραμματολογικά στοιχεία.

(β) Ο εξεταζόμενος πρέπει να διαβάσει προσεκτικά και να παραφράσει, όχι να μεταφράσει, το συνολικό νόημα του μικροκειμένου. Εν συνεχεία καλείται να διαγνώσει και να ταξινομήσει τα επί μέρους νοήματα, που συνθέτουν το συνολικό νόημα του μικροκειμένου, προσέχοντας τον τρόπο σύνδεσής τους.

(γ) Αν το υπό εξέταση κείμενο περιέχει λέξεις σπάνιες ή συντάξεις περίπλοκες, δίνονται εξαρχής στον εξεταζόμενο τα ερμηνεύματά τους και οι απολύτως απαραίτητες συντακτικές διασαφήσεις.

(δ) Με την προϋπόθεση ότι το υπό εξέταση μικροκείμενο έχει προχαρακτηριστεί ως προς τη γραμματολογική του ταυτότητα, ζητείται από τους εξεταζόμενους να αναγνωρίσουν λεκτικά ή θεματικά σήματα, τα οποία προδίδουν τη γραμματειακή ταυτότητα του κειμένου που έχουν μπροστά τους.

(ε) Τέλος, υπάρχει και η δυνατότητα το υπό εξέταση κείμενο να συνοδεύεται από ένα ή δύο άλλα, συγγενικά και συγκρίσιμα, μικροκείμενα, τα οποία προσφέρονται σε έγκυρη τώρα φιλολογική μετάφραση. Ο εξεταζόμενος στην περίπτωση αυτή προσέχει ομοιότητες και διαφορές μεταξύ του κειμένου του και των άλλων συγγενικών παραδειγμάτων.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Τ. ΓΙΑΝΝΟΥ