Βιβλιογραφία

Οδηγός Σχολιασμένης Βιβλιογραφίας για την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία 

 

Ι. ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Στο πρώτο, θεωρητικό, τμήμα της μελέτης του ο Κακριδής υπερασπίζεται τη μορφωτική αξία της μετάφρασης και προσπαθεί να συστηματοποιήσει και να περιγράψει τα προβλήματα που προκύπτουν κατά τη μεταφραστική πράξη, τόσο σε επίπεδο λέξης και γραμματικών τύπων (Α΄ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ), όσο και σε επίπεδο συντακτικής δομής: δυσκολίες μετασχηματισμού μιας συνθετικής συντακτικής δομής σε ισοδύναμή της αναλυτική (Β΄ ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ).

Α΄ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ: Μετάφραση και μεταφραστής

1. Μεταφραστική θεωρία και πράξη στη νεότερη Ελλάδα

Εξετάζεται συνοπτικά η μεταφραστική θεωρία και πρακτική στη νεότερη Ελλάδα έως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και διαπιστώνεται απουσία θεωρητικού λόγου σχετικού με τη μετάφραση και, κατά κανόνα, προχειρότητα στην εκπόνηση των μετα-φράσεων. Το σχολείο πάλι, παραγνωρίζοντας την παιδευτική αξία της μετάφρασης, τη χρησιμοποιεί μόνο για μια επιφανειακή κατανόηση του πρωτοτύπου, πρακτική που έχει οδηγήσει στην παραγωγή μιας νόθας, κατασκευασμένης γλώσσας, που παρακολουθεί πιστά τη συντακτική δομή του πρωτοτύπου.

2. Μετάφραση και αναγνώστης, μετάφραση και μεταφραστής

Ορίζεται ως κέντρο της μελέτης η μορφωτική αξία της μετάφρασης για τον μεταφραστή και όχι για τον αναγνώστη, γιατί ο αναγνώστης ωφελείται από τη μετάφραση ως τελειωμένο έργο έμμεσα (από την επιτυχία της μετάφρασης κρίνεται η μορφωτική επίδραση του πρωτοτύπου έργου στον αναγνώστη), ενώ ο μεταφραστής ωφελείται από τη μετάφραση ως ενέργεια άμεσα (μορφώνεται στον αγώνα του να πετύχει με τα εκφραστικά μέσα της γλώσσας του μια έκφραση ισοδύναμη εκείνης του πρωτοτύπου).

3. Μετάφραση και ερμηνεία

Ορίζεται η συμπληρωματική σχέση των δύο όρων: η ερμηνεία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της μετάφρασης και η μετάφραση ως ενέργεια αποτελεί πολύτιμο βοήθημα της ερμηνείας. Επιπλέον, η μετάφραση ως τελειωμένο έργο συνιστά την αμεσότερη ερμηνεία του κειμένου.

4. Ο μεταφραστής πριν αρχίσει κι αφού τελειώσει το έργο του

Καθορίζονται τα απαραίτητα εφόδια του μεταφραστή προκειμένου να αναλάβει το έργο του: επαρκής γνώση της μεταφραζόμενης και της μεταφραστικής γλώσσας, γνώση του πνευματικού και ιστορικού περιβάλλοντος και του θέματος του μεταφραζόμενου έργου, πίστη στην αξία του συγγραφέα και θέληση να ωφελήσει το έθνος του. Επίσης ορίζεται η ωφέλεια που θα έχει αποκομίσει, όταν θα έχει τελειώσει την προσπάθειά του: βαθύτερη κατανόηση του πρωτοτύπου, συνειδητοποίηση των εκφραστικών ορίων τόσο της μεταφραζόμενης όσο και της μεταφραστικής γλώσσας και της δυνατότητας τα όρια να επεκταθούν.

5. Ο μεταφραστής και η γλώσσα του. Ο πλούτος της νεοελληνικής γλώσσας

Μελετάται αναλυτικότερα η βαθύτερη γνώση της μεταφραστικής γλώσσας, που κερδίζει ο μεταφραστής κατά τη διάρκεια του έργου του, αλλά και ο μαθητής που επιχειρεί να μεταφράσει στο σχολείο. Προσδιορίζονται επίσης ορισμένα χαρακτηριστικά της νέας ελληνικής: διαπιστώνεται λεξιλογικός πλούτος, αλλά και λεξιλογικός πληθωρισμός, καθώς αρκετές λόγιες λέξεις δεν διαθέτουν κανένα ψυχικό αντίκρισμα αντίθετα φτωχή είναι η νεοελληνική σε συσχετικές λέξεις: συνδέσμους, μόρια, προθέσεις.

6. Πιστή μετάφραση

Ορίζεται ως ιδανικός στόχος του μεταφραστή η πιστή μετάφραση: η δημιουργία ενός έργου ισοδύναμου και ισάξιου του πρωτοτύπου. Χρέος του μεταφραστή είναι να εξαφανιστεί πίσω από το συγγραφέα και να αποδώσει στη γλώσσα του το προσωπικό ύφος του, «αυτή τη μόλις ισορροπημένη συζυγία του παραδομένου με το νέο, που σε κάθε ποιητή παίρνει ξεχωριστή αναγκαστικά μορφή». Από την αρχή της πιστότητας προκύπτει και η απαίτηση να διατηρηθούν στη μετάφραση λέξεις του πρωτοτύπου που αντιπροσωπεύουν πρόσωπα, πράγματα ή αξίες ενός άλλου κόσμου και να μην αντικατασταθούν με αντίστοιχες δικές μας.

7. Δυσκολίες στη μετάφραση

Συστηματοποιούνται οι δυσκολίες που εμποδίζουν τον μεταφραστή να πετύχει το ιδανικό της πιστής μετάφρασης σε τρεις κατηγορίες:

  • α) Η διαμεσολάβηση της προσωπικότητας του μεταφραστή ο μεταφραστής, θέλει δεν θέλει, θα αφήσει το προσωπικό του ίχνος στη μετάφραση. [§1]
  • β) Η αδυναμία του μεταφραστή να κατακτήσει την ξένη γλώσσα τέλεια αδυναμία που γίνεται ακόμη μεγαλύτερη στην περίπτωση μιας νεκρής γλώσσας, όπως τα αρχαία ελληνικά, όπου εκτός από την άγνοια για το νόημα, τη συχνότητα χρήσης ή τις συνδηλώσεις κάποιων λέξεων, αγνοούμε πλήρως και το ηχητικό αποτέλεσμα της προφοράς και του μουσικού τόνου των αρχαιοελληνικών λέξεων, καθώς και της προσωδίας του αρχαιοελληνικού στίχου. [§2-4]
  • γ) Η αδυναμία της μεταφραστικής γλώσσας να πετύχει μια έκφραση πλήρως ισοδύναμη προς εκείνη της μεταφραζόμενης γλώσσας, γιατί κάθε γλώσσα υπακούει στη δική της λογική και στους δικούς της νόμους. Φυσικά αποκρούεται η λύση της εξωτερικής ταύτισης της μετάφρασης με το πρωτότυπο, διατηρώντας τη συντακτική δομή του ή αυτούσιες λέξεις του. Στόχος είναι να ξεπεραστούν οι μεταφραστικές δυσκολίες με όσο το δυνατό λιγότερες απώλειες, ώστε η μετάφραση να αποτελέσει μια αμεσότατη ερμηνεία του έργου, αλλά ταυτόχρονα να μην προδοθεί η μεταφραστική γλώσσα. [§5-27]

Ειδικότερα, εξετάζονται οι παρακάτω μεταφραστικές δυσκολίες, που εντοπίζονται στο επίπεδο της λέξης και των γραμματικών τύπων:

  • Δυσκολία να αποδώσουμε μονολεκτικά το σημασιολογικό βάθος και πλάτος μιας λέξης του πρωτοτύπου δυσκολία που γίνεται εμφανέστερη στην περίπτωση της μετάφρασης λέξεων που είναι φορείς των αξιών ενός πολιτισμού. [§8-10]
  • Δυσκολίες στην απόδοση του συναισθηματικού τόνου μιας λέξης. Κυρίως, δυσκολίες στην απόδοση του χρώματος που προσδίδουν στον λόγο αρχαϊκές, ιδιωματικές, σπάνιες ή πρωτόπλαστες λέξεις, το ανάμεικτο από ποικίλα διαλεκτικά στοιχεία λεξιλόγιο της αρχαιοελληνικής ποίησης, τα στερεότυπα κοσμητικά επίθετα, τα ποικίλα μόρια και η μεταφορική χρήση των λέξεων. [§11-16]
  • Αδυναμία να αποδοθεί ο ηχητικός πλούτος της μεταφραζόμενης γλώσσας π.χ. σχήματα λόγου που βασίζονται στη μορφή των λέξεων, κωμικά λογοπαίγνια, παρετυμολογήσεις και εκφραστικά κύρια ονόματα. [§17-19]
  • Δυσκολίες που προκύπτουν από τη διαφορετική σειρά των λέξεων σε κάθε γλώσσα, π.χ. διαφορετική θέση για το ρήμα, καθώς και δυσκολίες στη διατήρηση της δυναμικής θέσης μιας λέξης, όπως της εμφατικής τοποθέτησης μιας λέξης στην αρχή του λόγου ή της απομάκρυνσης του επιθετικού προσδιορισμού από το ουσιαστικό. [§20-21]
  • Προβλήματα εξαιτίας της απουσίας ή της πολύ περιορισμένης χρήσης κάποιων γραμματικών τύπων στη μεταφραστική γλώσσα. Ειδικότερα εξετάζεται η περιορισμένη χρήση της γενικής στα νέα ελληνικά, η διαφοροποίηση των χρόνων και των εγκλίσεων του ρήματος από γλώσσα σε γλώσσα, η απόδοση του αρχαιοελληνικού παρατατικού και των μέσων και παθητικών τύπων των αρχαιοελληνικών ρημάτων. [§22-27]

Β΄ ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ: Μετάφραση από μια συνθετική σε μια αναλυτική γλώσσα

Εξετάζονται μεταφραστικές δυσκολίες που εντοπίζονται στο επίπεδο σύνταξης των νοημάτων ειδικότερα, τα προβλήματα που προκύπτουν κατά τη μετάφραση από μια μακροπερίοδη, συνθετική γλώσσα (αρχαία ελληνικά και λατινικά), σε μια μικροπερίοδη, αναλυτική γλώσσα (νέα ελληνικά). Στην περίπτωση αυτή είναι αναγκαίο κάποιες συνθετικές συντακτικές δομές να μετασχηματιστούν σε αναλυτικές. Οι μετασχηματισμοί αυτοί κατα-τάσσονται σε 4 κατηγορίες:

1. Περιφραστική "απόδοση" της μονολεκτικής έκφρασης του πρωτοτύπου. Συνηθέστερη είναι η περιφραστική απόδοση απλών ή σύνθετων ρημάτων, των παραθετικών των επιθέτων και κάποιων χρόνων και εγκλίσεων του ρήματος.

2. "Μετάσταση": ο μετασχηματισμός ενός μέρους του λόγου ή ενός συντακτικού μέλους του πρωτοτύπου σε άλλο ισοδύναμο συντακτικό μέλος της μεταφραστικής γλώσσας. Οι συνηθέστερες "μεταστάσεις" κατά τη μετάφραση από τα αρχαία στα νέα ελληνικά είναι:

  • πτωτικός προσδιορισμός ~ εμπρόθετος προσδιορισμός
  • εμπρόθετος / πτωτικός προσδιορισμός ~ πρόταση
  • όνομα ή ονοματικός τύπος του ρήματος ~ πρόταση
  • αφηρημένο ουσιαστικό + γεν. κτητική ~ επιθετικός προσδιορισμός + ουσιαστικό

3. Απλοποίηση της συντακτικής πλοκής. Στο απλό συντακτικό σύστημα: επιρρηματική με-τοχή ή επιρρηματική δευτ/σα πρόταση + ρήμα μπορούν να γίνουν οι ακόλουθες απλοποιήσεις:

(α) Μετασχηματισμός της επιρρηματικής μετοχής ή της δευτερεύουσας πρότασης σε κύρια και παρατακτική σύνδεσή της με το ρήμα στο οποίο πριν υποτασσόταν. Ιδιαίτερος λόγος γίνεται για τη δυνατότητα να αντικατασταθεί με κύρια πρόταση η υποθετική μετοχή, η αναφορική πρόταση, η κατηγορηματική μετοχή και το απαρέμφατο.

(β) Αντιστροφή της υπόταξης: η μετοχή ή η δευτερεύουσα πρόταση τρέπεται σε κύρια, ενώ παράλληλα το ρήμα τρέπεται σε δευτερεύουσα πρόταση.

Σε πιο περίπλοκα συντακτικά συστήματα εφαρμόζεται:

(γ) Απλοποίηση με την πολλαπλή εφαρμογή των δύο παραπάνω δυνατοτήτων.

(δ) Χαλαρότερη σύνδεση ανάμεσα σε μέλη που στο πρωτότυπο συνδέονται παρατακτικά.

(ε) Αλλαγή στη θέση των προτάσεων, για να συγκεντρωθούν τα διάσπαρτα μέλη τους.

(ς) Αποκατάσταση της συντακτικής ηρεμίας: όταν η υπόταξη συνεχίζεται σε περισσότερα μέλη -μεγάλος πλάγιος λόγος, πολλές συμπερασματικές προτάσεις, κλπ.- τα υστερότερα μέλη, μετά το δεύτερο ή το τρίτο, γίνονται ανεξάρτητα.

(ζ) Αποφόρτιση μιας σύνθετης πρότασης, καθώς ένα μέρος της, στηριγμένο πάνω σε ένα συντακτικό στοιχείο που επαναλαμβάνεται, περνάει σε δεύτερη ανεξάρτητη φράση.

4. Συμπλήρωση των όρων της πρότασης. Κατά τη μετάφραση από τα αρχαία στα νέα ελληνικά, αναγκαία είναι συχνά η συμπλήρωση κάποιων όρων: του υποκειμένου ή του αντι-κειμένου του ρήματος, μιας γενικής προσωπικής, μιας γενικής κτητικής, ενός επιρρηματικού προσδιορισμού, των λέξεων "άνθρωπος" και "πράγμα", ή και μιας ολόκληρης πρότασης.

Γ΄ ΕΠΙΛΟΓΟΣ.

Τονίζεται, συμπερασματικά, ότι η μετάφραση, παρόλο που είναι αδύνατο να πετύχει απόλυτη ισοτιμία προς το πρωτότυπο, εντούτοις μορφώνει τον μεταφραστή στην προσπάθειά του να βρει την πλησιέστερη ισοδύναμη έκφραση.

ΙΙ. ΓΑΪΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΑΛΑΤΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Στο δεύτερο τμήμα της μελέτης, ο Κακριδής μεταφράζει το τρίτο βιβλίο από το DE BELLO GALLICO του Καίσαρα, ακολουθώντας τις αρχές που ανέπτυξε θεωρητικά στο συστηματικό τμήμα του βιβλίου και αιτιολογώντας στα σχόλια τις λύσεις που κάθε φορά προκρίνει.

Το μεταφραστικό πρόβλημα του Κακριδή παραμένει, ως σήμερα, η σημαντικότερη και συστηματικότερη προσπάθεια, στην ελληνική βιβλιογραφία, να περιγραφούν και να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά την ενδογλωσσική μετάφραση. Χρειάζονται όμως δύο επισημάνσεις: (α) Οι λύσεις που προτείνει ο Κακριδής έχουν ενδεικτικό και όχι κανονιστικό χαρακτήρα δεν θα πρέπει, επομένως, να εκληφθούν από τον αναγνώστη ως μαθηματικές εξισώσεις, που επιλύουν μονοσήμαντα κάθε μεταφραστική δυσκολία. Όπως τονίζει κι ο ίδιος στον πρόλογό του, «η προσοχή βρίσκεται συγκεντρωμένη πιο πολύ στο πρόβλημα, παρά στη λύση του». (β) Ο Κακριδής περιορίζεται στον εντοπισμό μεταφραστικών δυσκολιών σε επίπεδο λέξης και γραμματικοσυντακτικής δομής και δεν επεκτείνεται σε δυσκολίες που εντοπίζονται σε μεγαλύτερες μονάδες οργάνωσης του λόγου, όπως είναι το κείμενο. Στον περιορισμό αυτό, οφείλεται και το γεγονός ότι περιγράφει την ενδογλωσσική μετάφραση κυρίως ως προσπάθεια να μετασχηματίσουμε τον αρχαιοελληνικό, συνθετικό και μακροπερίοδο λόγο, που στηρίζεται κυρίως στα ονόματα, σε ισοδύναμό του νεοελληνικό, αναλυτικό και μικροπερίοδο λόγο, που στηρίζεται κυρίως στα ρήματα. Ωστόσο, θα ήταν προτιμότερο τον αναλυτικό ή συνθετικό τρόπο έκφρασης ενός κειμένου να μην τον θεωρήσουμε τόσο ως δεσμευτικό χαρακτηριστικό του γλωσσικού συστήματός του (ασφαλώς η νέα ελληνική θα χρειάζεται πάντα να αναλύει τις μετοχές ή τα απαρέμφατα της αρχαίας), όσο, κυρίως, ως στοιχείο επιλογής του ύφους του, που εντάσσεται στις στρατηγικές που υιοθετεί το κείμενο, προκειμένου να επιτελέσει τη συγκεκριμένη επικοινωνιακή λειτουργία του. Θα πρέπει, συνεπώς, το στοιχείο αυτό να λαμβάνεται υπόψη κατά τη μετάφραση και να γίνεται προσπάθεια, κατά το δυνατό, να αποδοθεί. Κάτι τέτοιο είναι ευκολότερο σήμερα, δεδομένου ότι, στο μεταξύ, η νέα ελληνική έχει δώσει δείγματα συνθετικού και μακροπερίοδου λόγου και δεν βρίσκεται πια, όπως τον καιρό συγγραφής του βιβλίου, τόσο κοντά στον λαϊκό προφορικό λόγο, που συνδέει παρατακτικά τα νοήματα. Βεβαίως και ο Κακριδής συσχετίζει την ανάλυση με το ύφος, όταν επισημαίνει ότι η ανάλυση στην περίπτωση του Καίσαρα είναι επιβεβλημένη, προκειμένου να αποδοθεί το άνετο και φυσικό ύφος του, στην περίπτωση όμως του Θουκυδίδη γίνεται εξ ανάγκης και προδίδει το ύφος του. Παρακάμπτει εντούτοις το ζήτημα, λέγοντας ότι «η απόπειρα για μια τέτοια διάκριση θα μας έφερνε πολύ μακριά, σε ζητήματα ερμηνευτικά πιο πολύ» και δηλώνει ότι η νέα ελληνική αδυνατεί να παραγάγει συνθετικό πεζό λόγο.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Σ. ΤΣΕΛΙΚΑΣ