[2.161.1] Ο Ψάμμης ωστόσο βασίλευσε στην Αίγυπτο μόνο έξι χρόνια, και μετά την εκστρατεία που έκανε στην Αιθιοπία, πέθανε αμέσως και τον διαδέχτηκε ο γιος του Απρίης, [2.161.2] ο οποίος, μετά τον προπάππο του τον Ψαμμήτιχο, ήταν ο πιο τυχερός από τους προηγούμενούς του βασιλιάδες· κατά τα είκοσι πέντε χρόνια όπου κυβέρνησε, πραγματοποίησε εκστρατεία κατά της Σιδώνας και ναυμάχησε με τον βασιλιά της Τύρου. [2.161.3] Το θέλησε ωστόσο η μοίρα να πάθει κι αυτός κακό, και ποιά ήταν η αιτία θα το αφηγηθώ με περισσότερα λόγια στην ιστορία της Λιβύης, ενώ εδώ θα πω λίγα πράγματα· [2.161.4] δηλαδή, ο Απρίης έστειλε εναντίον των Κυρηναίων μεγάλο στράτευμα και έπαθε μεγάλη ήττα, και οι Αιγύπτιοι τον θεώρησαν υπεύθυνο γι᾽ αυτό, και επαναστάτησαν εναντίον του, επειδή πίστευαν ότι ο Απρίης σκόπιμα τους έστειλε στον ολοφάνερο χαμό, για να εξολοθρευτούν και έτσι να μπορεί αυτός να εξουσιάζει με μεγαλύτερη ασφάλεια τους υπόλοιπους Αιγυπτίους. Αγανακτισμένοι για όλα αυτά όσοι επέστρεψαν από τον πόλεμο αλλά και οι φίλοι όσων είχαν χαθεί, επαναστάτησαν φανερά. [2.162.1] Μαθαίνοντάς τα αυτά ο Απρίης τούς στέλνει τον Άμαση για να τους μιλήσει και να τους κατευνάσει. Έφτασε λοιπόν ο Άμασις και έπιασε να μιλάει στους Αιγυπτίους και να τους λέει να μην κάνουν τέτοια πράγματα· καθώς όμως αυτός μιλούσε, ένας Αιγύπτιος πήγε και στάθηκε πίσω του και του φόρεσε την περικεφαλαία, και όπως του τη φορούσε, είπε ότι έτσι ανακηρύσσεται βασιλιάς. [2.162.2] Και ο Άμασις δεν έδειξε να μην του καλοαρέσει αυτό που έγινε, γιατί μόλις οι επαναστάτες τον ανακήρυξαν βασιλιά, αυτός βάλθηκε να ετοιμάζεται για να βαδίσει εναντίον του Απρίη. [2.162.3] Μόλις τα έμαθε αυτά ο Απρίης, έστειλε στον Άμαση έναν από τους Αιγυπτίους που είχε γύρω του, ξεχωριστόν άνθρωπο, που τ᾽ όνομά του ήταν Πατάρβημις, δίνοντάς του την εντολή να του φέρει μπροστά του ζωντανό τον Άμαση. [2.162.4] Έφτασε λοιπόν ο Πατάρβημις και κάλεσε τον Άμαση να πάει μαζί του, και τότε ο Άμασις, που έτυχε να είναι καθισμένος στο άλογο, ανασηκώθηκε και αμόλησε μια πορδή και είπε στον Πατάρβημη αυτήν να πάρει και να την πάει στον Απρίη. Ο Πατάρβημις όμως επέμενε ότι αφού τον καλούσε ο βασιλιάς, ο Άμασις έπρεπε να πάει· τότε ο Άμασις απάντησε ότι από καιρό ετοιμαζόταν να το κάνει αυτό, και ο Απρίης δεν επρόκειτο να μείνει παραπονεμένος γιατί θα πήγαινε και ο ίδιος αλλά θα είχε και άλλους μαζί του. [2.162.5] Ο Πατάρβημις τότε κατάλαβε από τα λεγόμενά του τον σκοπό του Άμαση, είδε και τις προετοιμασίες του και βιάστηκε να φύγει θέλοντας να γνωστοποιήσει το γρηγορότερο στον βασιλιά τα όσα γίνονταν. Καθώς όμως ο Πατάρβημις έφτασε χωρίς τον Άμαση, ο Απρίης έγινε έξω φρενών και χωρίς να τον αφήσει να πει κουβέντα, πρόσταξε να του κόψουν τα αυτιά και τη μύτη. [2.162.6] Βλέποντας οι υπόλοιποι Αιγύπτιοι, όσοι ήταν ακόμη με το μέρος του Απρίη, τέτοιον ξεχωριστόν άνθρωπο να παθαίνει τέτοιο αισχρό κακό, χωρίς να χάσουν καθόλου καιρό, πέρασαν στην παράταξη των άλλων και τάχθηκαν με τον Άμαση. [2.163.1] Μόλις τα έμαθε και αυτά ο Απρίης, οπλίζει τους μισθοφόρους του και βαδίζει κατά των Αιγυπτίων: είχε γύρω του μισθοφόρους τριάντα χιλιάδες άνδρες, Κάρες και Ίωνες, και τα ανάκτορά του βρίσκονταν στην πόλη Σάιδα και ήταν μεγάλα και εντυπωσιακά. [2.163.2] Έτσι λοιπόν, αυτοί που ήταν με τον Απρίη ξεκίνησαν κατά των Αιγυπτίων, και αυτοί που ήταν με τον Άμαση κατά των ξένων. Έφτασαν και οι δύο στρατοί στην πόλη Μώμεμφη, και εκεί επρόκειτο να αναμετρηθούν. |