Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (6.1.1-6.5.3)

ΒΙΒΛΙΟ Ζ: ΕΡΑΤΩ


[6.1.1] Ἀρισταγόρης μέν νυν Ἰωνίην ἀποστήσας οὕτω τελευτᾷ. Ἱστιαῖος δὲ ὁ Μιλήτου τύραννος μεμετιμένος ὑπὸ Δαρείου παρῆν ἐς Σάρδις. ἀπιγμένον δὲ αὐτὸν ἐκ τῶν Σούσων εἴρετο Ἀρταφρένης ὁ Σαρδίων ὕπαρχος κατὰ κοῖόν τι δοκέοι Ἴωνας ἀπεστάναι· ὁ δὲ οὔτε εἰδέναι ἔφη ἐθώμαζέ τε τὸ γεγονὸς ὡς οὐδὲν δῆθεν τῶν παρεόντων πρηγμάτων ἐπιστάμενος. [6.1.2] ὁ δὲ Ἀρταφρένης ὁρέων αὐτὸν τεχνάζοντα εἶπε, εἰδὼς τὴν ἀτρεκείην τῆς ἀποστάσιος· Οὕτω τοι, Ἱστιαῖε, ἔχει κατὰ ταῦτα τὰ πρήγματα· τοῦτο τὸ ὑπόδημα ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης. [6.2.1] Ἀρταφρένης μὲν ταῦτα ἐς τὴν ἀπόστασιν ἔχοντα εἶπε, Ἱστιαῖος δὲ δείσας ὡς συνιέντα Ἀρταφρένεα ὑπὸ τὴν πρώτην ἐπελθοῦσαν νύκτα ἀπέδρη ἐπὶ θάλασσαν, βασιλέα Δαρεῖον ἐξηπατηκώς· ὃς Σαρδὼ νῆσον τὴν μεγίστην ὑποδεξάμενος κατεργάσεσθαι ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην τοῦ πρὸς Δαρεῖον πολέμου. [6.2.2] διαβὰς δὲ ἐς Χίον ἐδέθη ὑπὸ Χίων, καταγνωσθεὶς πρὸς αὐτῶν νεώτερα πρήσσειν πρήγματα ἐς αὐτοὺς ἐκ Δαρείου. μαθόντες μέντοι οἱ Χῖοι τὸν πάντα λόγον, ὡς πολέμιος εἴη βασιλέϊ, ἔλυσαν αὐτόν. [6.3.1] ἐνθαῦτα δὴ εἰρωτώμενος ὑπὸ τῶν Ἰώνων ὁ Ἱστιαῖος κατ᾽ ὅ τι προθύμως οὕτω ἐπέστειλε τῷ Ἀρισταγόρῃ ἀπίστασθαι ἀπὸ βασιλέος καὶ κακὸν τοσοῦτο εἴη Ἴωνας ἐξεργασμένος, τὴν μὲν γενομένην αὐτοῖσι αἰτίην οὐ μάλα ἐξέφαινε, ὁ δὲ ἔλεγέ σφι ὡς βασιλεὺς Δαρεῖος ἐβουλεύσατο Φοίνικας μὲν ἐξαναστήσας ἐν τῇ Ἰωνίῃ κατοικίσαι, Ἴωνας δὲ ἐν τῇ Φοινίκῃ, καὶ τούτων εἵνεκα ἐπιστείλειε. οὐδέν τι πάντως ταῦτα βασιλέος βουλευσαμένου ἐδειμάτου τοὺς Ἴωνας. [6.4.1] μετὰ δὲ ὁ Ἱστιαῖος δι᾽ ἀγγέλου ποιεύμενος Ἑρμίππου ἀνδρὸς Ἀταρνείτεω τοῖσι ἐν Σάρδισι ἐοῦσι Περσέων ἔπεμπε βυβλία ὡς προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι. ὁ δὲ Ἕρμιππος πρὸς τοὺς μὲν ἀπεπέμφθη, οὐ διδοῖ, φέρων δὲ ἐνεχείρισε τὰ βυβλία τῷ Ἀρταφρένεϊ. [6.4.2] ὁ δὲ μαθὼν ἅπαν τὸ γινόμενον ἐκέλευε τὸν Ἕρμιππον τὰ μὲν παρὰ τοῦ Ἱστιαίου δοῦναι φέροντα τοῖσί περ ἔφερε, τὰ δὲ ἀμοιβαῖα τὰ παρὰ τῶν Περσέων ἀντιπεμπόμενα Ἱστιαίῳ ἑωυτῷ δοῦναι. τούτων δὲ γενομένων φανερῶν ἀπέκτεινε ἐνθαῦτα πολλοὺς Περσέων ὁ Ἀρταφρένης. [6.5.1] περὶ Σάρδις μὲν δὴ ἐγίνετο ταραχή, Ἱστιαῖον δὲ ταύτης ἀποσφαλέντα τῆς ἐλπίδος Χῖοι κατῆγον ἐς Μίλητον, αὐτοῦ Ἱστιαίου δεηθέντος. οἱ δὲ Μιλήσιοι ἄσμενοι ἀπαλλαχθέντες καὶ Ἀρισταγόρεω οὐδαμῶς πρόθυμοι ἦσαν ἄλλον τύραννον δέκεσθαι ἐς τὴν χώρην, οἷα ἐλευθερίης γευσάμενοι. [6.5.2] καὶ δή νυκτὸς γὰρ ἐούσης βίῃ ἐπειρᾶτο κατιὼν ὁ Ἱστιαῖος ἐς τὴν Μίλητον, τιτρώσκεται τὸν μηρὸν ὑπό τεο τῶν Μιλησίων. ὁ μὲν δὴ ὡς ἀπωστὸς τῆς ἑωυτοῦ γίνεται, ἀπικνέεται ὀπίσω ἐς τὴν Χίον· ἐνθεῦτεν δέ, οὐ γὰρ ἔπειθε τοὺς Χίους ὥστε ἑωυτῷ δοῦναι νέας, διέβη ἐς Μυτιλήνην καὶ ἔπεισε Λεσβίους δοῦναί οἱ νέας. [6.5.3] οἱ δὲ πληρώσαντες ὀκτὼ τριήρεας ἔπλεον ἅμα Ἱστιαίῳ ἐς Βυζάντιον, ἐνθαῦτα δὲ ἱζόμενοι τὰς ἐκ τοῦ Πόντου ἐκπλεούσας τῶν νεῶν ἐλάμβανον, πλὴν ἢ ὅσοι αὐτῶν Ἱστιαίῳ ἔφασαν ἕτοιμοι εἶναι πείθεσθαι.

ΒΙΒΛΙΟ Ζ: ΕΡΑΤΩ


[6.1.1] Αυτό λοιπόν ήταν το τέλος του Αρισταγόρα, που ξεσήκωσε την Ιωνία σ᾽ επανάσταση· κι από τη μεριά του ο Ιστιαίος, ο τύραννος της Μιλήτου, ύστερ᾽ από την άδεια που πήρε από τον Δαρείο, φτάνει στις Σάρδεις. Κι όταν έφτασε από τα Σούσα, τον ρώτησε ο Αρταφρένης, ο αντιβασιλέας των Σάρδεων, τί τέλος πάντων νόμιζε πως έκανε τους Ίωνες να επαναστατήσουν. Κι αυτός αποκρίθηκε πως δεν είχε ιδέα και τα ᾽χε χαμένα μ᾽ αυτά που έγιναν, αφού, τάχα, δεν ήξερε τίποτε απ᾽ αυτά που συνέβαιναν εκεί. [6.1.2] Κι ο Αρταφρένης, βλέποντάς τον πώς πάει να τον ξεγελάσει, του είπε, καθώς ήξερε την πάσα αλήθεια για την επανάσταση: «Ιστιαίε, νά ποιό ρόλο έπαιξες εσύ σ᾽ αυτά τα γεγονότα: ετούτο το παπούτσι το έραψες εσύ, και το φόρεσε ο Αρισταγόρας».
[6.2.1] Αυτά λοιπόν είπε ο Αρταφρένης για το θέμα της επανάστασης, ενώ ο Ιστιαίος, καθώς φοβήθηκε πως ο Αρταφρένης ήξερε τα πάντα, με το που πήρε να νυχτώνει απέδρασε κατά τη θάλασσα, εξαπατώντας το βασιλιά Δαρείο· γιατί, ενώ του είχε τάξει πως θα φέρει στην εξουσία του τη Σαρδηνία, το πιο μεγάλο νησί του κόσμου, στα κρυφά επιδίωκε να πάρει στα χέρια του την αρχηγία του πολέμου που έκαναν οι Ίωνες εναντίον του Δαρείου. [6.2.2] Κι όταν πέρασε στη Χίο, οι Χίοι τον φυλάκισαν, γιατί είχαν την υποψία πως τον έστειλε στην πόλη ο Δαρείος, για να κάνει πραξικόπημα. Όταν όμως οι Χίοι έμαθαν την πάσα αλήθεια, δηλαδή ότι ήταν εχθρός του βασιλιά, τον έβγαλαν απ᾽ τη φυλακή.
[6.3.1] Τότε λοιπόν ο Ιστιαίος, όταν τον ρωτούσαν οι Ίωνες για ποιό λόγο με τέτοιο πάθος παράγγελνε του Αρισταγόρα να σηκώσει επανάσταση εναντίον του βασιλιά και προκάλεσε τόσο μεγάλη συμφορά στους Ίωνες, τους έκρυβε όσο μπορούσε την πραγματική αιτία, και τους έλεγε άλλα, πως ο βασιλιάς Δαρείος έβαλε στο νου του να ξεσηκώσει τους Φοίνικες από τη χώρα τους και να τους εγκαταστήσει στην Ιωνία και τους Ίωνες στη Φοινίκη — κι αυτός ήταν ο λόγος που τους έστελνε την εντολή. Η αλήθεια είναι πως, ενώ μια τέτοια σκέψη ήταν μακριά από το μυαλό του Δαρείου, αυτός φοβέριζε τους Ίωνες.
[6.4.1] Ύστερα ο Ιστιαίος με αγγελιοφόρο τον Έρμιππο από τον Αταρνέα έστελνε επιστολές στους Πέρσες που ήταν εγκατεστημένοι στις Σάρδεις, έτσι που να γίνεται φανερό πως είχε έρθει σε συνεννοήσεις μαζί τους για επανάσταση πριν την ξεσηκώσει. Κι ο Έρμιππος δεν τις δίνει στους αποδέκτες τους, αλλά φέρνει τις επιστολές και τις δίνει στα χέρια του Αρταφρένη. [6.4.2] Κι αυτός κατατοπίστηκε για όλη την υπόθεση και διέταξε τον Έρμιππο να πάρει τις επιστολές του Ιστιαίου και να τις δώσει στους αποδέκτες τους, κι ύστερα τις απαντήσεις που έστελναν στον Ιστιαίο να τις παραδώσει σ᾽ αυτόν. Κι όταν αυτά βγήκαν στο φως, ο Αρταφρένης σκότωσε εκεί πολλούς Πέρσες.
[6.5.1] Λοιπόν, στην πόλη των Σάρδεων ο κόσμος ήταν ανάστατος, ενώ τον Ιστιαίο, που είδε να χάνεται κι αυτή του η ελπίδα, οι Χίοι τον έφεραν πίσω στην πατρίδα του, στη Μίλητο — τους το είχε ζητήσει ο Ιστιαίος από μόνος του. Κι οι Μιλήσιοι, που είχαν χαρεί που ξεφορτώθηκαν τον Αρισταγόρα, με κανέναν τρόπο δεν έστεργαν να δεχτούν στη χώρα τους άλλον τύραννο — οι άνθρωποι είχαν γευτεί την ελευθερία. [6.5.2] Και λοιπόν, καθώς ο Ιστιαίος άφησε να πέσει η νύχτα και τότε επιχείρησε να ξαναπάρει την εξουσία με βία, λαβώνεται στο μερί από κάποιον Μιλήσιο. Αποδιωγμένος λοιπόν από την πόλη του, φτάνει ξανά στη Χίο κι από εκεί, γιατί δεν έπειθε τους Χίους να του δώσουν καράβια, πέρασε στη Μυτιλήνη κι έπεισε τους Λεσβίους να του δώσουν καράβια. [6.5.3] Κι αυτοί αρμάτωσαν οχτώ τριήρεις κι αρμένιζαν μαζί με τον Ιστιαίο στο Βυζάντιο, κάθισαν εκεί και αιχμαλώτιζαν τα πλοία που έβγαιναν από τον Εύξεινο Πόντο, εκτός από όσους έλεγαν πως ήταν πρόθυμοι να υπακούσουν στον Ιστιαίο.