Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (2.20.1-2.27.1)

[2.20.1] Ἀλλὰ Ἑλλήνων μέν τινες ἐπίσημοι βουλόμενοι γενέσθαι σοφίην ἔλεξαν περὶ τοῦ ὕδατος τούτου τριφασίας ὁδούς, τῶν τὰς μὲν δύο [τῶν ὁδῶν] οὐδ ἀξιῶ μνησθῆναι εἰ μὴ ὅσον σημῆναι βουλόμενος μοῦνον. [2.20.2] τῶν ἡ ἑτέρη μὲν λέγει τοὺς ἐτησίας ἀνέμους εἶναι αἰτίους πληθύειν τὸν ποταμόν, κωλύοντας ἐς θάλασσαν ἐκρέειν τὸν Νεῖλον. πολλάκις δὲ ἐτησίαι μὲν οὐκ ὦν ἔπνευσαν, ὁ δὲ Νεῖλος τὠυτὸ ἐργάζεται. [2.20.3] πρὸς δέ, εἰ ἐτησίαι αἴτιοι ἦσαν, χρῆν καὶ τοὺς ἄλλους ποταμούς, ὅσοι τοῖσι ἐτησίῃσι ἀντίοι ῥέουσι, ὁμοίως πάσχειν καὶ κατὰ ταὐτὰ τῷ Νείλῳ, καὶ μᾶλλον ἔτι τοσούτῳ ὅσῳ ἐλάσσονες ἐόντες ἀσθενέστερα τὰ ῥεύματα παρέχονται. εἰσὶ δὲ πολλοὶ μὲν ἐν τῇ Συρίῃ ποταμοί, πολλοὶ δὲ ἐν τῇ Λιβύῃ, οἳ οὐδὲν τοιοῦτο πάσχουσι οἷόν τι καὶ ὁ Νεῖλος. [2.21.1] ἡ δ᾽ ἑτέρη ἀνεπιστημονεστέρη μέν ἐστι τῆς λελεγμένης, λόγῳ δὲ εἰπεῖν θωμασιωτέρη, ἣ λέγει ἀπὸ τοῦ Ὠκεανοῦ ῥέοντα αὐτὸν ταῦτα μηχανᾶσθαι, τὸν δὲ Ὠκεανὸν γῆν περὶ πᾶσαν ῥέειν. [2.22.1] ἡ δὲ τρίτη τῶν ὁδῶν πολλὸν ἐπιεικεστάτη ἐοῦσα μάλιστα ἔψευσται. λέγει γὰρ δὴ οὐδ᾽ αὕτη οὐδέν, φαμένη τὸν Νεῖλον ῥέειν ἀπὸ τηκομένης χιόνος, ὃς ῥέει μὲν ἐκ Λιβύης διὰ μέσων Αἰθιόπων, ἐκδιδοῖ δὲ ἐς Αἴγυπτον. [2.22.2] κῶς ὦν δῆτα ῥέοι ἂν ἀπὸ χιόνος, ἀπὸ τῶν θερμοτάτων [τόπων] ῥέων ἐς τῶν [τὰ ψυχρότερα] τὰ πολλά ἐστι; ἀνδρί γε λογίζεσθαι τοιούτων πέρι οἵῳ τε ἐόντι, ὡς οὐδὲ οἰκὸς ἀπὸ χιόνος μιν ῥέειν, πρῶτον μὲν καὶ μέγιστον μαρτύριον οἱ ἄνεμοι παρέχονται πνέοντες ἀπὸ τῶν χωρέων τουτέων θερμοί· [2.22.3] δεύτερον δέ, ὅτι ἄνομβρος ἡ χώρη καὶ ἀκρύσταλλος διατελέει ἐοῦσα, ἐπὶ δὲ χιόνι πεσούσῃ πᾶσα ἀνάγκη ἐστὶ ὗσαι ἐν πέντε ἡμέρῃσι, ὥστε, εἰ ἐχιόνιζε, ὕετο ἂν ταῦτα τὰ χωρία· τρίτα δὲ οἱ ἄνθρωποι ὑπὸ τοῦ καύματος μέλανες ἐόντες· [2.22.4] ἰκτῖνοι δὲ καὶ χελιδόνες δι᾽ ἔτεος ἐόντες οὐκ ἀπολείπουσι, γέρανοι δὲ φεύγουσαι τὸν χειμῶνα τὸν ἐν τῇ Σκυθικῇ χώρῃ γινόμενον φοιτῶσι ἐς χειμασίην ἐς τοὺς τόπους τούτους. εἰ τοίνυν ἐχιόνιζε καὶ ὅσον ὦν ταύτην τὴν χώρην δι᾽ ἧς τε ῥέει καὶ ἐκ τῆς ἄρχεται ῥέων ὁ Νεῖλος, ἦν ἄν τι τούτων οὐδέν, ὡς ἡ ἀνάγκη ἐλέγχει. [2.23.1] ὁ δὲ περὶ τοῦ Ὠκεανοῦ λέξας ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀνενείκας οὐκ ἔχει ἔλεγχον· οὐ γάρ τινα ἔγωγε οἶδα ποταμὸν Ὠκεανὸν ἐόντα, Ὅμηρον δὲ ἤ τινα τῶν πρότερον γενομένων ποιητέων δοκέω τοὔνομα εὑρόντα ἐς ποίησιν ἐσενείκασθαι. [2.24.1] εἰ δὲ δεῖ μεμψάμενον γνώμας τὰς προκειμένας αὐτὸν περὶ τῶν ἀφανέων γνώμην ἀποδέξασθαι, φράσω δι᾽ ὅ τι μοι δοκέει πληθύεσθαι ὁ Νεῖλος τοῦ θέρεος. τὴν χειμερινὴν ὥρην ἀπελαυνόμενος ὁ ἥλιος ἐκ τῆς ἀρχαίης διεξόδου ὑπὸ τῶν χειμώνων ἔρχεται τῆς Λιβύης τὰ ἄνω. [2.24.2] ὡς μέν νυν ἐν ἐλαχίστῳ δηλῶσαι, πᾶν εἴρηται· τῆς γὰρ ἂν ἀγχοτάτω τε ᾖ χώρης οὗτος ὁ θεὸς καὶ κατὰ ἥντινα, ταύτην οἰκὸς διψῆν τε ὑδάτων μάλιστα καὶ τὰ ἐγχώρια ῥεύματα μαραίνεσθαι τῶν ποταμῶν. [2.25.1] ὡς δὲ ἐν πλέονι λόγῳ δηλῶσαι, ὧδε ἔχει. διεξιὼν τῆς Λιβύης τὰ ἄνω ὁ ἥλιος τάδε ποιέει· ἅτε διὰ παντὸς τοῦ χρόνου αἰθρίου τε ἐόντος τοῦ ἠέρος τοῦ κατὰ ταῦτα τὰ χωρία καὶ ἀλεεινῆς τῆς χώρης ἐούσης καὶ ‹ἄνευ› ἀνέμων ψυχρῶν, διεξιὼν ποιέει οἷόν περ καὶ τὸ θέρος ἔωθε ποιέειν ἰὼν τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ. [2.25.2] ἕλκει γὰρ ἐπ᾽ ἑωυτὸν τὸ ὕδωρ, ἑλκύσας δὲ ἀπωθέει ἐς τὰ ἄνω χωρία, ὑπολαμβάνοντες δὲ οἱ ἄνεμοι καὶ διασκιδνάντες τήκουσι· καὶ εἰσὶ οἰκότως οἱ ἀπὸ ταύτης τῆς χώρης πνέοντες, ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι. [2.25.3] δοκέει δέ μοι οὐδὲ πᾶν τὸ ὕδωρ τὸ ἐπέτειον ἑκάστοτε ἀποπέμπεσθαι τοῦ Νείλου ὁ ἥλιος, ἀλλὰ καὶ ὑπολείπεσθαι περὶ ἑωυτόν. πρηϋνομένου δὲ τοῦ χειμῶνος ἀπέρχεται ὁ ἥλιος ἐς μέσον τὸν οὐρανὸν ὀπίσω, καὶ τὸ ἐνθεῦτεν ἤδη ὁμοίως ἀπὸ πάντων ἕλκει τῶν ποταμῶν. [2.25.4] τέως δὲ οἱ μὲν ὀμβρίου ὕδατος συμμισγομένου πολλοῦ αὐτοῖσι, ἅτε ὑομένης τε τῆς χώρης καὶ κεχαραδρωμένης, ῥέουσι μεγάλοι, τοῦ δὲ θέρεος τῶν τε ὄμβρων ἐπιλειπόντων αὐτοὺς καὶ ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἑλκόμενοι ἀσθενέες εἰσί. [2.25.5] ὁ δὲ Νεῖλος, ἐὼν ἄνομβρος, ἑλκόμενος δὲ ὑπὸ τοῦ ἡλίου, μοῦνος ποταμῶν τοῦτον τὸν χρόνον οἰκότως αὐτὸς ἑωυτοῦ ῥέει πολλῷ ὑποδεέστερος ἢ τοῦ θέρεος· τότε μὲν γὰρ μετὰ πάντων τῶν ὑδάτων ἴσον ἕλκεται, τὸν δὲ χειμῶνα μοῦνος πιέζεται. οὕτω τὸν ἥλιον νενόμικα τούτων αἴτιον εἶναι. [2.26.1] αἴτιος δὲ ὁ αὐτὸς οὗτος κατὰ γνώμην τὴν ἐμὴν καὶ τὸν ἠέρα ξηρὸν τὸν ταύτῃ εἶναι, διακαίων τὴν διέξοδον αὐτῷ· οὕτω τῆς Λιβύης τὰ ἄνω θέρος αἰεὶ κατέχει. [2.26.2] εἰ δὲ ἡ στάσις ἤλλακτο τῶν ὡρέων καὶ τοῦ οὐρανοῦ τῇ μὲν νῦν ὁ βορέης τε καὶ ὁ χειμὼν ἑστᾶσι, ταύτῃ μὲν τοῦ νότου ἦν ἡ στάσις καὶ τῆς μεσαμβρίης, τῇ δὲ ὁ νότος νῦν ἕστηκε, ταύτῃ δὲ ὁ βορέης, εἰ ταῦτα οὕτως εἶχε, ὁ ἥλιος ἂν ἀπελαυνόμενος ἐκ μέσου τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ τοῦ χειμῶνος καὶ τοῦ βορέω ἤιε ἂν τὰ ἄνω τῆς Εὐρώπης κατά περ νῦν τῆς Λιβύης ἔρχεται, διεξιόντα δ᾽ ἄν μιν διὰ πάσης Εὐρώπης ἔλπομαι ποιέειν ἂν τὸν Ἴστρον τά περ νῦν ἐργάζεται τὸν Νεῖλον. [2.27.1] τῆς αὔρης δὲ πέρι, ὅ τι οὐκ ἀποπνέει, τήνδε ἔχω γνώμην, ὡς κάρτα ἀπὸ θερμέων χωρέων οὐκ οἰκός ἐστι οὐδὲν ἀποπνέειν, αὔρη δὲ ἀπὸ ψυχροῦ τινος φιλέει πνέειν.

[2.20.1] Μερικοί Έλληνες ωστόσο, θέλοντας να γίνουν διάσημοι για τη σοφία τους, διατύπωσαν τρεις απόψεις γι᾽ αυτόν τον ποταμό· από τις απόψεις αυτές, τις δύο δεν τις κρίνω άξιες να αναφερθούν, θέλω ωστόσο να πω μόνο τί λένε· [2.20.2] η πρώτη λοιπόν από αυτές λέει ότι η αιτία που φουσκώνει ο Νείλος είναι οι ετήσιοι άνεμοι, που τον εμποδίζουν να κυλήσει προς τη θάλασσα. Πολλές φορές ωστόσο ετήσιοι άνεμοι δεν φύσηξαν, και ο Νείλος έκανε τα ίδια. [2.20.3] Εξάλλου, αν η αιτία ήταν οι ετήσιοι άνεμοι, θα έπρεπε και οι άλλοι ποταμοί, όσοι κυλούν αντίθετα με τους ετήσιους ανέμους, να παθαίνουν τα ίδια με τον Νείλο, και μάλιστα ακόμη περισσότερο, αφού είναι μικρότεροι και έχουν πιο αδύναμα ρεύματα. Και υπάρχουν πολλοί ποταμοί στη Συρία, πολλοί και στη Λιβύη, αλλά τέτοια πράγματα όπως ο Νείλος δεν τα παθαίνουν.
[2.21.1] Αλλά η δεύτερη άποψη είναι ακόμη πιο αδαής απ᾽ αυτήν που ανέφερα, μόνο που είναι πιο εντυπωσιακή στο άκουσμά της: λέει ότι ο Νείλος κάνει αυτά τα καμώματα επειδή έρχεται από τον Ωκεανό, και ο Ωκεανός κυλάει γύρω γύρω σε όλη τη γη.
[2.22.1] Η τρίτη άποψη όμως, αν και είναι η ευλογοφανέστερη, είναι μολοντούτο η πλέον αναληθής· γιατί ούτε αυτή λέει τίποτε, αφού υποστηρίζει ότι ο Νείλος προέρχεται από το χιόνι που λιώνει· αυτός όμως έρχεται από τη Λιβύη, περνάει μέσα από την Αιθιοπία και βγαίνει στην Αίγυπτο. [2.22.2] Πώς λοιπόν προέρχεται από το χιόνι αφού από τόπους θερμούς κατεβαίνει σε τόπους που είναι γενικά πιο ψυχροί; Για τον άνθρωπο που είναι σε θέση να σκέπτεται σωστά γι᾽ αυτά τα πράγματα, δεν είναι λογικό να προέρχεται ο Νείλος από το χιόνι, και την πρώτη απόδειξη και τη μεγαλύτερη την προσφέρουν οι άνεμοι που φυσούν απ᾽ αυτές τις περιοχές και που είναι θερμοί· [2.22.3] ύστερα, σ᾽ αυτήν την περιοχή δεν πέφτει ούτε βροχή ούτε παγωνιά, ενώ αν πέσει χιόνι, πρέπει οπωσδήποτε να βρέξει μέσα σε πέντε ημέρες: άρα, αν χιόνιζε σ᾽ αυτά τα μέρη, θα έβρεχε κιόλας· τρίτον, οι άνθρωποι είναι μαύροι από την κάψα. [2.22.4] Έπειτα, τα περδικογέρακα και τα χελιδόνια μένουν εκεί όλον τον χρόνο, και οι γερανοί, για να γλιτώσουν από τον χειμώνα που κάνει στη χώρα της Σκυθίας, πηγαίνουν να ξεχειμάσουν σ᾽ αυτούς τους τόπους. Αν λοιπόν χιόνιζε έστω και ελάχιστα σ᾽ αυτή τη χώρα όπου κυλάει και απ᾽ όπου αρχίζει να κυλάει ο Νείλος, τίποτε από όλα αυτά δεν θα συνέβαινε, και τούτο αποδεικνύεται αναγκαστικά.
[2.23.1] Όσο γι᾽ αυτόν που μίλησε για τον Ωκεανό, έχει αναγάγει την υπόθεση στο άγνωστο, και άρα δεν μπορεί να ελεγχθεί· γιατί εγώ δεν γνωρίζω να υπάρχει κανένας ποταμός Ωκεανός, παρά μου φαίνεται ότι ο Όμηρος είτε κάποιος παλιότερος ποιητής επινόησε το όνομα και το έμπασε στην ποίηση.
[2.24.1] Αν όμως πρέπει, αφού κατέκρινα τις προτεινόμενε απόψεις, να υιοθετήσω κι εγώ μια άποψη για τα σκοτεινά αυτά ζητήματα, θα πω για ποιόν λόγο νομίζω ότι ο Νείλος φουσκώνει το καλοκαίρι· τη χειμερινή περίοδο οι καταιγίδες απωθούν τον ήλιο από τη συνηθισμένη διαδρομή του και αυτός έρχεται στα επάνω μέρη της Λιβύης: [2.24.2] με λίγα λόγια, αυτό είναι όλο και δεν χρειάζονται περισσότερα· επειδή είναι εύλογο, η χώρα που τη σιμώνει περισσότερο τούτος ο Θεός και που βρίσκεται από πάνω της, να έχει τη μεγαλύτερη δίψα για νερό και οι κοίτες των ποταμών της να ξεραίνονται.
[2.25.1] Για να το πω όμως με περισσότερα λόγια, νά πώς γίνονται τα πράγματα· ο ήλιος, καθώς περνάει από τα επάνω μέρη της Λιβύης, κάνει το εξής: καθώς σ᾽ αυτά τα μέρη η ατμόσφαιρα είναι όλον τον χρόνο καθαρή, ο τόπος ζεστός και χωρίς ψυχρούς ανέμους, περνώντας ο ήλιος κάνει ό,τι κάνει πάντοτε το καλοκαίρι καθώς διασχίζει τη μέση του ουρανού· [2.25.2] τραβάει δηλαδή προς τον εαυτό του το νερό, και τραβώντας το τό σπρώχνει προς τα επάνω μέρη, όπου το παραλαβαίνουν οι άνεμοι και το σκορπίζουν και το εξατμίζουν· και είναι εύλογο ότι οι άνεμοι που φυσούν απ᾽ αυτη την περιοχή, ο νοτιάς και ο λίβας, είναι απ᾽ όλους τους ανέμους αυτοί που φέρνουν την περισσότερη βροχή. [2.25.3] Νομίζω ωστόσο ότι ο ήλιος δεν αποδιώχνει κάθε χρόνο όλο το νερό του Νείλου, αλλά κρατάει λίγο για τον εαυτό του. Και όταν ο χειμώνας γλυκάνει, ο ήλιος ξαναγυρίζει στη μέση του ουρανού, και από εκεί και πέρα τραβάει πια νερό με τον ίδιο τρόπο απ᾽ όλα τα ποτάμια. [2.25.4] Ώς εκείνη την εποχή όμως, οι ποταμοί αυτοί, καθώς ανακατώνεται με το δικό τους πολύ βρόχινο νερό, αφού βρέχει στον τόπο και σχηματίζονται χαράδρες, κυλούν άφθονοι· αλλά το καλοκαίρι όπου στερούνται πια τις βροχές και τους τραβάει ο ήλιος, γίνονται αδύναμοι. [2.25.5] Ο Νείλος όμως, που δεν δέχεται βροχές και που τον τραβάει ο ήλιος, είναι εύλογα ο μόνος ποταμός που αυτή την εποχή του χρόνου κυλάει σε στάθμη χαμηλότερη απ᾽ ό,τι το καλοκαίρι· γιατί το καλοκαίρι μαζί με όλα τ᾽ άλλα νερά τραβιέται και αυτός, ενώ τον χειμώνα είναι ο μόνος που πάσχει. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο νομίζω εγώ ότι τα προκαλεί όλα αυτά ο ήλιος.
[2.26.1] Κατά τη γνώμη μου μάλιστα ο ίδιος είναι και ο αίτιος που ο αέρας είναι ξερός σ᾽ αυτά τα μέρη, γιατί τον κατακαίει στο πέρασμά του· γι᾽ αυτό στα επάνω μέρη της Λιβύης είναι πάντα καλοκαίρι. [2.26.2] Αν όμως άλλαζε η θέση των εποχών, και στο σημείο του ουρανού όπου στέκουν τώρα ο βοριάς και ο χειμώνας, σ᾽ αυτή τη θέση αν βρισκόταν ο νοτιάς και το καλοκαίρι, και όπου είναι σήμερα ο νοτιάς αν πήγαινε ο βοριάς, αν γίνονταν αυτά, ο ήλιος, καθώς ο χειμώνας και ο βοριάς θα τον έδιωχναν από τη μέση του ουρανού, θα πήγαινε στα επάνω μέρη της Ευρώπης, όπως πηγαίνει τώρα στη Λιβύη, και καθώς θα περνούσε πάνω από όλη την Ευρώπη, θα έκανε, νομίζω, στον Ίστρο τα όσα σκαρώνει τώρα στον Νείλο.
[2.27.1] Όσο για τον άνεμο, ότι δηλαδή δεν φυσάει, έχω τούτη τη γνώμη, ότι δεν είναι φυσικό από πολύ θερμές περιοχές να φυσάει τίποτε, γιατί ο άνεμος φυσάει συνήθως από ψυχρούς τόπους.