Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (2.82.1-2.90.2)

[2.82.1] Καὶ τάδε ἄλλα Αἰγυπτίοισί ἐστι ἐξευρημένα, μείς τε καὶ ἡμέρη ἑκάστη θεῶν ὅτευ ἐστί, καὶ τῇ ἕκαστος ἡμέρῃ γενόμενος ὁτέοισι ἐγκυρήσει καὶ ὅκως τελευτήσει καὶ ὁκοῖός τις ἔσται· καὶ τούτοισι τῶν Ἑλλήνων οἱ ἐν ποιήσι γενόμενοι ἐχρήσαντο. [2.82.2] τέρατά τε πλέω σφι ἀνεύρηται ἢ τοῖσι ἄλλοισι ἅπασι ἀνθρώποισι· γενομένου γὰρ τέρατος φυλάσσουσι γραφόμενοι τὠποβαῖνον, καὶ ἤν κοτε ὕστερον παραπλήσιον τούτῳ γένηται, κατὰ τὠυτὸ νομίζουσι ἀποβήσεσθαι. [2.83.1] μαντικὴ δὲ αὐτοῖσι ὧδε διάκειται· ἀνθρώπων μὲν οὐδενὶ πρόσκειται ἡ τέχνη, τῶν δὲ θεῶν μετεξετέροισι. καὶ γὰρ Ἡρακλέος μαντήιον αὐτόθι ἔστι καὶ Ἀπόλλωνος καὶ Ἀθηναίης καὶ Ἀρτέμιδος καὶ Ἄρεος καὶ Διός, καὶ τό γε μάλιστα ἐν τιμῇ ἄγονται πάντων τῶν μαντηίων, Λητοῦς ἐν Βουτοῖ πόλι ἐστί. οὐ μέντοι αἵ γε μαντηίαι σφι κατὰ τὠυτὸ ἑστᾶσι, ἀλλὰ διάφοροί εἰσι. [2.84.1] ἡ δὲ ἰητρικὴ κατὰ τάδε σφι δέδασται· μιῆς νούσου ἕκαστος ἰητρός ἐστι καὶ οὐ πλεόνων. πάντα δ᾽ ἰητρῶν ἐστι πλέα· οἱ μὲν γὰρ ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, οἱ δὲ κεφαλῆς, οἱ δὲ ὀδόντων, οἱ δὲ τῶν κατὰ νηδύν, οἱ δὲ τῶν ἀφανέων νούσων. [2.85.1] θρῆνοι δὲ καὶ ταφαί σφεων εἰσὶ αἵδε. τοῖσι ἂν ἀπογένηται ἐκ τῶν οἰκίων ἄνθρωπος τοῦ τις καὶ λόγος ᾖ, τὸ θῆλυ γένος πᾶν τὸ ἐκ τῶν οἰκίων τούτων κατ᾽ ὦν ἐπλάσατο τὴν κεφαλὴν πηλῷ ἢ καὶ τὸ πρόσωπον, κἄπειτα ἐν τοῖσι οἰκίοισι λιποῦσαι τὸν νεκρὸν αὐταὶ ἀνὰ τὴν πόλιν στρωφώμεναι τύπτονται ἐπεζωμέναι καὶ φαίνουσαι τοὺς μαζούς, σὺν δέ σφι αἱ προσήκουσαι πᾶσαι. [2.85.2] ἑτέρωθεν δὲ οἱ ἄνδρες τύπτονται, ὑπεζωμένοι καὶ οὗτοι. ἐπεὰν δὲ ταῦτα ποιήσωσι, οὕτω ἐς τὴν ταρίχευσιν κομίζουσι. [2.86.1] εἰσὶ δὲ οἳ ἐπ᾽ αὐτῷ τούτῳ κατέαται καὶ τέχνην ἔχουσι ταύτην. [2.86.2] οὗτοι, ἐπεάν σφι κομισθῇ νεκρός, δεικνύουσι τοῖσι κομίσασι παραδείγματα νεκρῶν ξύλινα, τῇ γραφῇ μεμιμημένα, καὶ τὴν μὲν σπουδαιοτάτην αὐτέων φασὶ εἶναι τοῦ οὐκ ὅσιον ποιεῦμαι τὸ οὔνομα ἐπὶ τοιούτῳ πρήγματι ὀνομάζειν, τὴν δὲ δευτέρην δεικνύουσι ὑποδεεστέρην τε ταύτης καὶ εὐτελεστέρην, τὴν δὲ τρίτην εὐτελεστάτην· φράσαντες δὲ πυνθάνονται παρ᾽ αὐτῶν κατὰ ἥντινα βούλονταί σφι σκευασθῆναι τὸν νεκρόν. [2.86.3] οἱ μὲν δὴ ἐκποδὼν μισθῷ ὁμολογήσαντες ἀπαλλάσσονται, οἱ δὲ ὑπολειπόμενοι ἐν οἰκήμασι ὧδε τὰ σπουδαιότατα ταριχεύουσι· πρῶτα μὲν σκολιῷ σιδήρῳ διὰ τῶν μυξωτήρων ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον, τὰ μὲν αὐτοῦ οὕτω ἐξάγοντες, τὰ δὲ ἐγχέοντες φάρμακα. [2.86.4] μετὰ δὲ λίθῳ Αἰθιοπικῷ ὀξέϊ παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην ἐξ ὦν εἷλον τὴν κοιλίην πᾶσαν, ἐκκαθήραντες δὲ αὐτὴν καὶ διηθήσαντες οἴνῳ φοινικηίῳ αὖτις διηθέουσι θυμιήμασι τετριμμένοισι. [2.86.5] ἔπειτα τὴν νηδὺν σμύρνης ἀκηράτου τετριμμένης καὶ κασίης καὶ τῶν ἄλλων θυμιημάτων, πλὴν λιβανωτοῦ, πλήσαντες συρράπτουσι ὀπίσω. ταῦτα δὲ ποιήσαντες ταριχεύουσι λίτρῳ, κρύψαντες ἡμέρας ἑβδομήκοντα· πλεῦνας δὲ τουτέων οὐκ ἔξεστι ταριχεύειν. [2.86.6] ἐπεὰν δὲ παρέλθωσι αἱ ἑβδομήκοντα, λούσαντες τὸν νεκρὸν κατειλίσσουσι πᾶν αὐτοῦ τὸ σῶμα σινδόνος βυσσίνης τελαμῶσι κατατετμημένοισι, ὑποχρίοντες τῷ κόμμι, τῷ δὴ ἀντὶ κόλλης τὰ πολλὰ χρέωνται Αἰγύπτιοι. [2.86.7] ἐνθεῦτεν δὲ παραδεξάμενοί μιν οἱ προσήκοντες ποιεῦνται ξύλινον τύπον ἀνθρωποειδέα, ποιησάμενοι δὲ ἐσεργνῦσι τὸν νεκρόν, καὶ κατακληίσαντες οὕτω θησαυρίζουσι ἐν οἰκήματι θηκαίῳ, ἱστάντες ὀρθὸν πρὸς τοῖχον. [2.87.1] οὕτω μὲν τοὺς τὰ πολυτελέστατα σκευάζουσι νεκρούς, τοὺς δὲ τὰ μέσα βουλομένους, τὴν δὲ πολυτελείην φεύγοντας σκευάζουσι ὧδε· [2.87.2] ἐπεὰν [τοὺς] κλυστῆρας πλήσωνται τοῦ ἀπὸ κέδρου ἀλείφατος γινομένου, ἐν ὦν ἔπλησαν τοῦ νεκροῦ τὴν κοιλίην, οὔτε ἀναταμόντες αὐτὸν οὔτε ἐξελόντες τὴν νηδύν, κατὰ δὲ τὴν ἕδρην ἐσηθήσαντες καὶ ἐπιλαβόντες τὸ κλύσμα τῆς ὀπίσω ὁδοῦ ταριχεύουσι τὰς προκειμένας ἡμέρας, τῇ δὲ τελευταίῃ ἐξιεῖσι ἐκ τῆς κοιλίης τὴν κεδρίην τὴν ἐσῆκαν πρότερον. [2.87.3] ἡ δὲ ἔχει τοσαύτην δύναμιν ὥστε ἅμα ἑωυτῇ τὴν νηδὺν καὶ τὰ σπλάγχνα κατατετηκότα ἐξάγει· τὰς δὲ σάρκας τὸ λίτρον κατατήκει, καὶ δὴ λείπεται τοῦ νεκροῦ τὸ δέρμα μοῦνον καὶ τὰ ὀστέα. ἐπεὰν δὲ ταῦτα ποιήσωσι, ἀπ᾽ ὦν ἔδωκαν οὕτω τὸν νεκρόν, οὐδὲν ἔτι πρηγματευθέντες. [2.88.1] ἡ δὲ τρίτη ταρίχευσίς ἐστι ἥδε, ἣ τοὺς χρήμασι ἀσθενεστέρους σκευάζει. συρμαίῃ διηθήσαντες τὴν κοιλίην ταριχεύουσι τὰς ἑβδομήκοντα ἡμέρας καὶ ἔπειτα ἀπ᾽ ὦν ἔδωκαν ἀποφέρεσθαι. [2.89.1] τὰς δὲ γυναῖκας τῶν ἐπιφανέων ἀνδρῶν, ἐπεὰν τελευτήσωσι, οὐ παραυτίκα διδοῦσι ταριχεύειν, οὐδὲ ὅσαι ἂν ἔωσι εὐειδέες κάρτα καὶ λόγου πλεῦνος γυναῖκες· ἀλλ᾽ ἐπεὰν τριταῖαι ἢ τεταρταῖαι γένωνται, οὕτω παραδιδοῦσι τοῖσι ταριχεύουσι. [2.89.2] τοῦτο δὲ ποιεῦσι οὕτω τοῦδε εἵνεκεν, ἵνα μή σφι οἱ ταριχευταὶ μίσγωνται τῇσι γυναιξί. λαμφθῆναι γάρ τινά φασι μισγόμενον νεκρῷ προσφάτῳ γυναικός, κατεῖπαι δὲ τὸν ὁμότεχνον. [2.90.1] ὃς δ᾽ ἂν ἢ αὐτῶν Αἰγυπτίων ἢ ξείνων ὁμοίως ὑπὸ κροκοδείλου ἁρπασθεὶς ἢ ὑπ᾽ αὐτοῦ τοῦ ποταμοῦ φαίνηται τεθνεώς, κατ᾽ ἣν ἂν πόλιν ἐξενειχθῇ, τούτους πᾶσα ἀνάγκη ἐστὶ ταριχεύσαντας αὐτὸν καὶ περιστείλαντας ὡς κάλλιστα θάψαι ἐν ἱρῇσι θήκῃσι· [2.90.2] οὐδὲ ψαῦσαι ἔξεστι αὐτοῦ ἄλλον οὐδένα οὔτε τῶν προσηκόντων οὔτε τῶν φίλων, ἀλλά μιν οἱ ἱρέες αὐτοὶ οἱ τοῦ Νείλου, ἅτε πλέον τι ἢ ἀνθρώπου νεκρόν, χειραπτάζοντες θάπτουσι.

[2.82.1] Έχουν και άλλα πράγματα επινοήσει οι Αιγύπτιοι, όπως τα ακόλουθα: ότι ο κάθε μήνας και η κάθε ημέρα ανήκουν σε έναν από τους Θεούς, και το τί θα τύχει στον καθένα, πώς θα πεθάνει και τί λογής ζωή θα κάνει, ανάλογα με την ημέρα που γεννήθηκε· και μερικοί από τους Έλληνες που ασχολήθηκαν με την ποίηση τα χρησιμοποίησαν αυτά τα πράγματα. [2.82.2] Τα μαντέματα που έχουν επινοήσει οι Αιγύπτιοι είναι περισσότερα από όλων των άλλων ανθρώπων μαζί· όταν δηλαδή παρουσιαστεί κάτι αλλόκοτο, περιμένουν, καταγράφουν την κατάληξη, και αν αργότερα συμβεί κάτι παρόμοιο θεωρούν ότι ίδια θα είναι πάλι η κατάληξη.
[2.83.1] Όσο για τη μαντεία, στους Αιγυπτίους η κατάστασή της είναι ως εξής: δεν είναι δουλειά κανενός από τους ανθρώπους, και από τους Θεούς μόνο μερικών. Υπάρχουν δηλαδή εκεί μαντεία του Ηρακλή, του Απόλλωνα, της Αθηνάς, της Άρτεμης, του Άρη και του Δία, καθώς και εκείνο που το περιβάλλουν με τις μεγαλύτερες τιμές απ᾽ όλα τα μαντεία, της Λητώς, που βρίσκεται στην πόλη Βουτού. Στους Αιγυπτίους ωστόσο οι μαντείες δεν γίνονται με έναν τρόπο και τον ίδιο αλλά με διάφορους.
[2.84.1] Η ιατρική πάλι είναι μοιρασμένη ανάμεσά τους με τον εξής τρόπο: ο κάθε γιατρός είναι για μια αρρώστια, όχι για περισσότερες. Ο τόπος είναι γεμάτος γιατρούς· άλλοι είναι γιατροί για τα μάτια, άλλοι για το κεφάλι, άλλοι για τα δόντια, άλλοι για τα σχετικά με την κοιλιά, άλλοι για τις κρυφές αρρώστιες.
[2.85.1] Τα μοιρολόγια και οι κηδείες των Αιγυπτίων είναι ως εξής: στο σπίτι όπου θα πεθάνει άνθρωπος αξιόλογος, όλες οι γυναίκες του σπιτιού αλείβουν με λάσπη το κεφάλι τους ή και το πρόσωπό τους, και ύστερα αφήνουν στο σπίτι τον πεθαμένο κι αυτές περιέρχονται την πόλη και μοιρολογούν με το φόρεμα κατεβασμένο ώς τη μέση και έξω τα στήθη τους, και μαζί τους όλες οι συγγένισσές τους. [2.85.2] Από την άλλη, μοιρολογούν οι άνδρες, γυμνοί κι αυτοί ώς τη μέση. Αφού λοιπόν τα κάνουν αυτά, πηγαίνουν τον νεκρό για ταρίχευση ως εξής.
[2.86.1] Υπάρχουν εκείνοι που είναι αφιερωμένοι στην ταρίχευση και την έχουν για επάγγελμά τους. [2.86.2] Αυτοί, όταν τους πάνε τον νεκρό, δείχνουν σ᾽ εκείνους που τον έφεραν ξύλινα ομοιώματα νεκρών, ζωγραφιστές απομιμήσεις, και τους λένε ότι η καλύτερη ταρίχευση είναι εκείνου που το όνομά του δεν θεωρώ επιτρεπτό να το αναφέρω σε τέτοια υπόθεση, ενώ η δεύτερη ταρίχευση που δείχνουν είναι κατώτερη από τούτην και φτηνότερη, και η τρίτη ακόμη πιο φτηνή· τα εξηγούν λοιπόν αυτά και ύστερα ρωτούν τους άλλους με ποιόν τρόπο θέλουν να τους περιποιηθούν τον νεκρό. [2.86.3] Αυτοί συμφωνούν το αντίτιμο και φεύγουν, ενώ οι άλλοι μένουν στη θέση τους για να κάνουν την ταρίχευση, που το ανώτερο είδος της γίνεται ως εξής: πρώτα βγάζουν από τα ρουθούνια τον εγκέφαλο μ᾽ έναν σιδερένιο γάντζο, ένα μέρος του δηλαδή, και τον υπόλοιπο χύνοντας μέσα φάρμακα. [2.86.4] Ύστερα, με κοφτερή αιθιοπική πέτρα, σχίζουν τη λάπα, βγάζουν έξω όλα τα εντόσθια, καθαρίζουν την κοιλιά, την πλένουν με φοινικόκρασο και την καθαρίζουν πάλι με τριμμένα μυρωδικά. [2.86.5] Κατόπιν, γεμίζουν την κοιλιά με αγνή τριμμένη σμύρνα, κανέλα και άλλα μυρωδικά, εκτός από λιβανωτό, και την ξαναράβουν. Αφού λοιπόν τα κάνουν αυτά, ταριχεύουν τον νεκρό με νίτρο και τον φυλάνε εβδομήντα ημέρες· η ταρίχευση δεν επιτρέπεται να κρατήσει περισσότερο. [2.86.6] Και όταν περάσουν οι εβδομήντα ημέρες, πλένουν τον νεκρό, και του τυλίγουν όλο του το σώμα με ταινίες κομμένες από λινό ύφασμα, αλειμμένες από κάτω με κόμμι, που οι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούν πολύ αντί για κόλλα. [2.86.7] Τότε τον παίρνουν οι δικοί του, φτιάχνουν ένα καλούπι σε σχήμα ανθρώπου, και όταν το φτιάξουν, βάζουν μέσα τον νεκρό, και κλεισμένον έτσι τον φυλάνε στον νεκρικό θάλαμο αφού τον ακουμπήσουν ορθό στον τοίχο.
[2.87.1] Έτσι λοιπόν περιποιούνται τους νεκρούς της κατηγορίας πολυτελείας· τους νεκρούς τώρα εκείνων που θέλουν το μεσαίο είδος και αποφεύγουν τις πολυτέλειες, τους περιποιούνται ως εξής: [2.87.2] γεμίζουν πρώτα τα κλύσματα με λάδι που βγαίνει από κέδρο και ύστερα γεμίζουν με αυτό την κοιλιά του νεκρού, που δεν τον ανοίγουν ούτε του πλένουν την κοιλιά, αλλά του κάνουν κλύσμα από την έδρα και το σταματούν για να μην ξαναβγεί από πίσω, τον ταριχεύουν όσες ημέρες πρέπει, και την τελευταία τού αφαιρούν από την κοιλιά την κεδρία που του είχαν βάλει προηγουμένως. [2.87.3] Και η κεδρία έχει τόση δύναμη ώστε μαζί της βγάζει και την κοιλιά και τα σπλάχνα λιωμένα· όσο για τις σάρκες, τις λιώνει το νίτρο, και έτσι μένουν μόνο το δέρμα και τα κόκαλα του νεκρού. Όταν τα κάνουν αυτά, δίνουν πίσω τον νεκρό χωρίς να ασχοληθούν με τίποτε άλλο.
[2.88.1] Η τρίτη ταρίχευση, με την οποία περιποιούνται τους οικονομικά αδύναμους, είναι η εξής: τους καθαρίζουν με συρμαία την κοιλιά, τους ταριχεύουν εβδομήντα ημέρες και ύστερα τους δίνουν πίσω.
[2.89.1] Τις συζύγους ωστόσο των επιφανών ανδρών και όσες γυναίκες είναι πολύ όμορφες ή ξακουσμένες, όταν πεθάνουν, δεν τις παραδίνουν αμέσως για ταρίχευση, αλλά μόνο όταν περάσουν τρεις–τέσσερις ημέρες, τότε τις παραδίνουν στους ταριχευτές. [2.89.2] Ο λόγος που το κάνουν αυτό είναι τούτος, για να μη σμίγουν οι ταριχευτές με τις γυναίκες. Γιατί λένε ότι κάποτε έπιασαν κάποιον να σμίγει με γυναίκα πρόσφατα πεθαμένη, και τον πρόδωσε ο συνάδελφός του.
[2.90.1] Όποιον αρπάξει κροκόδειλος ή δείχνει να πνίγηκε απλώς στον ποταμό, είτε Αιγύπτιος είναι είτε ξένος, άσχετα, ανάγκη πάσα, στην πόλη όπου θα ξεβραστεί, να τον ταριχεύσουν και να τον στολίσουν όσο γίνεται καλύτερα και να τον θάψουν στους ιερούς τάφους· [2.90.2] και δεν επιτρέπεται να τον αγγίξει άλλος κανένας, ούτε από τους συγγενείς ούτε από τους φίλους του, παρά μόνο οι ίδιοι οι ιερείς του Νείλου, που τον πιάνουν με τα χέρια τους και τον θάβουν, σαν να είναι κάτι παραπάνω από πεθαμένος άνθρωπος.