Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (2.1.1-2.5.2)

ΒΙΒΛΙΟ Β: ΕΥΤΕΡΠΗ


[2.1.1] Τελευτήσαντος δὲ Κύρου παρέλαβε τὴν βασιληίην Καμβύσης, Κύρου ἐὼν παῖς καὶ Κασσανδάνης τῆς Φαρνάσπεω θυγατρός, τῆς προαποθανούσης Κῦρος αὐτός τε μέγα πένθος ἐποιήσατο καὶ τοῖσι ἄλλοισι προεῖπε πᾶσι τῶν ἦρχε πένθος ποιέεσθαι. [2.1.2] ταύτης δὴ τῆς γυναικὸς ἐὼν παῖς καὶ Κύρου Καμβύσης Ἴωνας μὲν καὶ Αἰολέας ὡς δούλους πατρωίους ἐόντας ἐνόμιζε, ἐπὶ δὲ Αἴγυπτον ἐποιέετο στρατηλασίην, ἄλλους τε παραλαβὼν τῶν ἦρχε καὶ δὴ καὶ Ἑλλήνων τῶν ἐπεκράτεε.
[2.2.1] Οἱ δὲ Αἰγύπτιοι, πρὶν μὲν ἢ Ψαμμήτιχον σφέων βασιλεῦσαι, ἐνόμιζον ἑωυτοὺς πρώτους γενέσθαι πάντων ἀνθρώπων. ἐπειδὴ δὲ Ψαμμήτιχος βασιλεύσας ἠθέλησε εἰδέναι οἵτινες γενοίατο πρῶτοι, ἀπὸ τούτου νομίζουσι Φρύγας προτέρους γενέσθαι ἑωυτῶν, τῶν δὲ ἄλλων ἑωυτούς. [2.2.2] Ψαμμήτιχος δὲ ὡς οὐκ ἐδύνατο πυνθανόμενος πόρον οὐδένα τούτου ἀνευρεῖν οἳ γενοίατο πρῶτοι ἀνθρώπων, ἐπιτεχνᾶται τοιόνδε· παιδία δύο νεογνὰ ἀνθρώπων τῶν ἐπιτυχόντων διδοῖ ποιμένι τρέφειν ἐς τὰ ποίμνια τροφήν τινα τοιήνδε, ἐντειλάμενος μηδένα ἀντίον αὐτῶν μηδεμίαν φωνὴν ἱέναι, ἐν στέγῃ δὲ ἐρήμῃ ἐπ᾽ ἑωυτῶν κεῖσθαι αὐτὰ καὶ τὴν ὥρην ἐπαγινέειν σφι αἶγας, πλήσαντα δὲ [τοῦ] γάλακτος τἆλλα διαπρήσσεσθαι. [2.2.3] ταῦτα δὲ ἐποίεέ τε καὶ ἐνετέλλετο ὁ Ψαμμήτιχος θέλων ἀκοῦσαι τῶν παιδίων, ἀπαλλαχθέντων τῶν ἀσήμων κνυζημάτων, ἥντινα φωνὴν ῥήξουσι πρώτην. τά περ ὦν καὶ ἐγένετο. ὡς γὰρ διέτης χρόνος ἐγεγόνεε ταῦτα τῷ ποιμένι πρήσσοντι, ἀνοίγοντι τὴν θύρην καὶ ἐσιόντι τὰ παιδία ἀμφότερα προσπίπτοντα βεκός ἐφώνεον ὀρέγοντα τὰς χεῖρας. [2.2.4] τὰ μὲν δὴ πρῶτα ἀκούσας ἥσυχος ἦν ὁ ποιμήν, ὡς δὲ πολλάκις φοιτῶντι καὶ ἐπιμελομένῳ πολλὸν ἦν τοῦτο τὸ ἔπος, οὕτω δὴ σημήνας τῷ δεσπότῃ ἤγαγε τὰ παιδία κελεύσαντος ἐς ὄψιν τὴν ἐκείνου. ἀκούσας δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Ψαμμήτιχος ἐπυνθάνετο οἵτινες ἀνθρώπων βεκός τι καλέουσι, πυνθανόμενος δὲ εὕρισκε Φρύγας καλέοντας τὸν ἄρτον. [2.2.5] οὕτω συνεχώρησαν Αἰγύπτιοι καὶ τοιούτῳ σταθμησάμενοι πρήγματι τοὺς Φρύγας πρεσβυτέρους εἶναι ἑωυτῶν. ὧδε μὲν γενέσθαι τῶν ἱρέων τοῦ Ἡφαίστου τοῦ ἐν Μέμφι ἤκουον· Ἕλληνες δὲ λέγουσι ἄλλα τε μάταια πολλὰ καὶ ὡς γυναικῶν τὰς γλώσσας ὁ Ψαμμήτιχος ἐκταμὼν τὴν δίαιταν οὕτως ἐποιήσατο τῶν παιδίων παρὰ ταύτῃσι τῇσι γυναιξί. [2.3.1] κατὰ μὲν δὴ τὴν τροφὴν τῶν παιδίων τοσαῦτα ἔλεγον, ἤκουσα δὲ καὶ ἄλλα ἐν Μέμφι, ἐλθὼν ἐς λόγους τοῖσι ἱρεῦσι τοῦ Ἡφαίστου· καὶ δὴ καὶ ἐς Θήβας τε καὶ ἐς Ἡλίου πόλιν αὐτῶν τούτων εἵνεκεν ἐτραπόμην, ἐθέλων εἰδέναι εἰ συμβήσονται τοῖσι λόγοισι τοῖσι ἐν Μέμφι· οἱ γὰρ Ἡλιοπολῖται λέγονται Αἰγυπτίων εἶναι λογιώτατοι. [2.3.2] τὰ μέν νυν θεῖα τῶν ἀπηγημάτων οἷα ἤκουον, οὐκ εἰμὶ πρόθυμος ἐξηγέεσθαι, ἔξω ἢ τὰ οὐνόματα αὐτῶν μοῦνον, νομίζων πάντας ἀνθρώπους ἴσον περὶ αὐτῶν ἐπίστασθαι· τὰ δ᾽ ἂν ἐπιμνησθέω αὐτῶν, ὑπὸ τοῦ λόγου ἐξαναγκαζόμενος ἐπιμνησθήσομαι. [2.4.1] ὅσα δὲ ἀνθρωπήια πρήγματα, ὧδε ἔλεγον ὁμολογέοντες σφίσι, πρώτους Αἰγυπτίους ἀνθρώπων ἁπάντων ἐξευρεῖν τὸν ἐνιαυτόν, δυώδεκα μέρεα δασαμένους τῶν ὡρέων ἐς αὐτόν. ταῦτα δὲ ἐξευρεῖν ἐκ τῶν ἄστρων ἔλεγον. ἄγουσι δὲ τοσῷδε σοφώτερον Ἑλλήνων, ἐμοὶ δοκέειν, ὅσῳ Ἕλληνες μὲν διὰ τρίτου ἔτεος ἐμβόλιμον ἐπεμβάλλουσι τῶν ὡρέων εἵνεκεν, Αἰγύπτιοι δὲ τριηκοντημέρους ἄγοντες τοὺς δυώδεκα μῆνας ἐπάγουσι ἀνὰ πᾶν ἔτος πέντε ἡμέρας πάρεξ τοῦ ἀριθμοῦ, καί σφι ὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιὼν παραγίνεται. [2.4.2] δυώδεκά τε θεῶν ἐπωνυμίας ἔλεγον πρώτους Αἰγυπτίους νομίσαι καὶ Ἕλληνας παρὰ σφέων ἀναλαβεῖν, βωμούς τε καὶ ἀγάλματα καὶ νηοὺς θεοῖσι ἀπονεῖμαι σφέας πρώτους καὶ ζῷα ἐν λίθοισι ἐγγλύψαι. [καὶ] τούτων μέν νυν τὰ πλέω ἔργῳ ἐδήλουν οὕτω γενόμενα, βασιλεῦσαι δὲ πρῶτον Αἰγύπτου ἄνθρωπον ἔλεγον Μῖνα. [2.4.3] ἐπὶ τούτου, πλὴν τοῦ Θηβαϊκοῦ νομοῦ, πᾶσαν Αἴγυπτον εἶναι ἕλος, καὶ αὐτῆς εἶναι οὐδὲν ὑπερέχον τῶν νῦν ἔνερθε λίμνης τῆς Μοίριος ἐόντων, ἐς τὴν ἀνάπλοος ἀπὸ θαλάσσης ἑπτὰ ἡμερέων ἐστὶ ἀνὰ τὸν ποταμόν. [2.5.1] καὶ εὖ μοι ἐδόκεον λέγειν περὶ τῆς χώρης. δῆλα γὰρ δὴ καὶ μὴ προακούσαντι, ἰδόντι δέ, ὅστις γε σύνεσιν ἔχει, ὅτι Αἴγυπτος ἐς τὴν Ἕλληνες ναυτίλλονται ἐστὶ Αἰγυπτίοισι ἐπίκτητός τε γῆ καὶ δῶρον τοῦ ποταμοῦ, καὶ τὰ κατύπερθε ἔτι τῆς λίμνης ταύτης μέχρι τριῶν ἡμερέων πλόου, τῆς πέρι ἐκεῖνοι οὐδὲν ἔτι τοιόνδε ἔλεγον, ἔστι δὲ ἕτερον τοιοῦτο. [2.5.2] Αἰγύπτου γὰρ φύσις ἐστὶ τῆς χώρης τοιήδε· πρῶτα μὲν προσπλέων ἔτι καὶ ἡμέρης δρόμον ἀπέχων ἀπὸ γῆς, κατεὶς καταπειρητηρίην πηλόν τε ἀνοίσεις καὶ ἐν ἕνδεκα ὀργυιῇσι ἔσεαι. τοῦτο μὲν ἐπὶ τοσοῦτο δηλοῖ πρόχυσιν τῆς γῆς ἐοῦσαν.

ΒΙΒΛΙΟ Β: ΕΥΤΕΡΠΗ


[2.1.1] Όταν λοιπόν πέθανε ο Κύρος, τη βασιλεία την παρέλαβε ο Καμβύσης, γιος του Κύρου και της Κασσανδάνης, κόρης του Φαρνάσπη, η οποία είχε πεθάνει πριν από τον Κύρο και αυτός την είχε πενθήσει και ο ίδιος πολύ, αλλά και σε όλους τους άλλους, τους υπηκόους του, είχε επιβάλει να τηρήσουν πένθος. [2.1.2] Αυτής λοιπόν της Κασσανδάνης και του Κύρου γιος ο Καμβύσης θεωρούσε τους Ίωνες και τους Αιολείς δούλους του πατρογονικούς, και ετοίμαζε εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου, παίρνοντας μαζί του και τους άλλους υπηκόους του και τους Έλληνες όσους εξουσίαζε.
[2.2.1] Οι Αιγύπτιοι ωστόσο, προτού να γίνει βασιλιάς τους ο Ψαμμήτιχος, νόμιζαν ότι αυτοί ήταν οι πρώτοι που είχαν δημιουργηθεί απ᾽ όλους τους ανθρώπους. Ο Ψαμμήτιχος όμως, όταν έγινε βασιλιάς, θέλησε να μάθει ποιοί είχαν γίνει πρώτοι και έτσι, από την εποχή του, οι Αιγύπτιοι θεωρούν ότι οι Φρύγες έγιναν πρώτα από αυτούς, και αυτοί πρώτα από τους υπόλοιπους. [2.2.2] Ο Ψαμμήτιχος λοιπόν, όσο κι αν έψαχνε, τρόπο δεν έβρισκε κανέναν για να μάθει αυτό το πράγμα, ποιοί από τους ανθρώπους είχαν γίνει πρώτοι, και έτσι κατεβάζει τούτη την ιδέα: δίνει σε κάποιον βοσκό δυο νεογέννητα παιδιά από γονείς συνηθισμένους να τα μεγαλώσει στη στάνη του, και τον προστάζει η ανατροφή τους να είναι τέτοια ώστε κανένας να μη βγάζει μπροστά τους μιλιά, παρά να μένουν σε μια έρημη καλύβα μοναχά τους κι αυτός να τους πηγαίνει την ώρα όπου πρέπει τις κατσίκες, να τους δίνει μπόλικο γάλα και να κάνει και όλα τα άλλα χρειαζούμενα. [2.2.3] Όλα αυτά ο Ψαμμήτιχος τα έκανε και τα πρόσταξε επειδή ήθελε ν᾽ ακούσει ποιά γλώσσα θα μιλούσαν πρώτη τα παιδιά όταν θα έπαυαν πια να βγάζουν άναρθρες κραυγές. Έτσι και έγινε. Είχαν περάσει πια δυο χρόνια όπου ο βοσκός έκανε αυτή τη δουλειά, όταν κάποτε ανοίγει την πόρτα και μπαίνει, και τα δυο παιδιά πέφτουν στα πόδια του και φωνάζουν «βεκός» απλώνοντας τα χέρια. [2.2.4] Την πρώτη φορά όπου το άκουσε, ο βοσκός δεν έκανε λόγο· αλλά καθώς συχνοπήγαινε για να τα φροντίζει, η λέξη αυτή ακουγόταν πολλές φορές, και τότε ο βοσκός το μήνυσε του βασιλιά κι αυτός τον πρόσταξε να του πάει μπροστά του τα παιδιά. Άκουσε λοιπόν και ο ίδιος ο Ψαμμήτιχος και ρώτησε να μάθει τί πράγμα είναι αυτό το «βεκός» και ποιοί το λένε· και ανακάλυψε ότι έτσι ονομάζουν οι Φρύγες το ψωμί. [2.2.5] Μ᾽ αυτόν τον τρόπο οι Αιγύπτιοι ζύγισαν την υπόθεση και παραδέχτηκαν ότι οι Φρύγες είναι αρχαιότεροί τους. Ότι έτσι έγιναν τα πράγματα, το άκουσα από τους ιερείς του Ηφαίστου στη Μέμφιδα. Όσο για τους Έλληνες, ανάμεσα στα πολλά άλλα κουραφέξαλα, λένε και τούτο, ότι δηλαδή ο Ψαμμήτιχος έκοψε τη γλώσσα μερικών γυναικών και σε αυτές τις γυναίκες ανάθεσε την ανατροφή των παιδιών.
[2.3.1] Αυτά λοιπόν μου είπαν σχετικά με το πώς μεγάλωσαν τα δυο παιδιά. Αλλά στη Μέμφιδα άκουσα και άλλα πράγματα κουβεντιάζοντας με τους ιερείς του Ηφαίστου· και μάλιστα, πήγα και στη Θήβα και στην Ηλιούπολη γι᾽ αυτόν ακριβώς τον σκοπό, επειδή ήθελα να μάθω αν εκεί θα συμφωνούσαν με αυτά που μου είπαν στη Μέμφιδα· γιατί οι Ηλιουπολίτες λέγεται ότι είναι οι πιο μορφωμένοι από τους Αιγύπτιους. [2.3.2] Όσες λοιπόν ιστορίες άκουσα για τα θεία, δεν θα μου άρεσε να τις επαναλάβω, παρεκτός τα ονόματα των Θεών μόνο, επειδή πιστεύω ότι γι᾽ αυτά τα πράγματα όλοι οι άνθρωποι έχουν τις ίδιες γνώσεις· αλλά και όσα θα αναφέρω, θα τα αναφέρω μόνο επειδή με αναγκάζει η εξιστόρηση.
[2.4.1] Όσο για τα ανθρώπινα πράγματα, είπαν και συμφώνησαν μεταξύ τους ότι απ᾽ όλους τους ανθρώπους πρώτοι οι Αιγύπτιοι ανακάλυψαν το έτος και χώρισαν τις εποχές του σε δώδεκα μέρη. Είπαν μάλιστα ότι την ανακάλυψη αυτή την έκαναν από τα άστρα. Και λογαριάζουν, μου φαίνεται, σωστότερα οι Αιγύπτιοι από τους Έλληνες, επειδή οι Έλληνες, για να συμφωνούν οι εποχές, προσθέτουν κάθε δεύτερο χρόνο ένα παραπανίσιο μήνα, ενώ οι Αιγύπτιοι, χωρίζοντας τον καθένα από τους δώδεκα μήνες σε τριάντα ημέρες, προσθέτουν στο κάθε έτος πέντε ημέρες πάνω από τον αριθμό του, και έτσι σ᾽ αυτούς ο κύκλος των εποχών έρχεται και συμφωνεί. [2.4.2] Μου είπαν επίσης ότι πρώτοι οι Αιγύπτιοι θέσπισαν τα ονόματα των δώδεκα Θεών, που οι Έλληνες τα πήραν από αυτούς, και ότι πρώτοι σκάλισαν μορφές στην πέτρα. Και μου το απέδειξαν στην πράξη ότι τα περισσότερα από τούτα έγιναν μ᾽ αυτόν τον τρόπο. Τον πρώτο άνθρωπο που βασίλευσε στην Αίγυπτο τον έλεγαν Μίνα. [2.4.3] Επί των ημερών του, όλη η Αίγυπτος, εκτός από την επαρχία της Θήβας, ήταν έλος· κανένα από τα σημερινά μέρη της, στα βόρεια της λίμνης Μοίριδας, όπου για ν᾽ ανέβει κανείς από τη θάλασσα χρειάζεται επτά ημερών ταξίδι στον ποταμό, δεν περίσσευε πάνω από το νερό.
[2.5.1] Και θαρρώ ότι σωστά μου τα είπαν για τη χώρα τους. Γιατί είναι φανερό και δεν χρειάζεται να το έχει ακούσει κανείς, αρκεί μόνο να το δει και να του κόβει λίγο, ότι η Αίγυπτος όπου ταξιδεύουν οι Έλληνες, είναι για τους Αιγυπτίους πρόσθετη γη, δώρο του ποταμού, και ότι μάλιστα ίδια είναι και τα μέρη της πάνω από τη λίμνη που είπαμε, ώς τρεις ημέρες ταξίδι στον ποταμό, για τα οποία ωστόσο οι ιερείς δεν είπαν τέτοιο πράγμα. [2.5.2] Η φύση λοιπόν αυτής της χώρας, της Αιγύπτου, είναι η ακόλουθη· πρώτα πρώτα, καθώς πλησιάζει κανείς πλέοντας, και ενώ έχει ακόμη μπροστά του μιας ημέρας ταξίδι, άμα ρίξει βολίδα, θα ανεβάσει τη λάσπη, και το βάθος θα είναι έντεκα οργιές: αυτό δείχνει ότι ώς εκεί φτάνει η πρόσχωση.