Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φολκλόρ
2 items total [1 - 2]
φολκλόρ το [folklór] Ο (άκλ.) : τα παραδοσιακά λαϊκά στοιχεία, όπως εκφράζονται στην τέχνη ενός έθνους, ενός λαού: Mουσική / χορός / ποίηση / ενδυμασίες ~. Γερμανικό / σκανδιναβικό / αφρικάνικο ~. Tουριστικό ~, επιφανειακό, παραποιημένο και ψευδές φολκλόρ για εμπορικούς σκοπούς. Tο ~ αποτελεί αντικείμενο μελέτης της λαογραφίας.

[λόγ. < γαλλ. folklore < αγγλ. folklore]

φολκλορικός -ή -ό [folklorikós] Ε1 : που αναφέρεται, που αφορά ή που βασίζεται στο φολκλόρ: Φολκλορικά στοιχεία στη μουσική. Φολκλορική βραδιά. Φολκλορικά μπαλέτα / τραγούδια. φολκλορικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. folklorique (-ique = -ικός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go