Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: όρμος
1 item total
όρμος ο [órmos] Ο18 : μικρός κόλπος κατάλληλος για αγκυροβόλιο. ορμίσκος ο YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ὅρμος· λόγ. όρμ(ος) -ίσκος (διαφ. το ελνστ. ὁρμίσκος `περιδέραιο΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go