Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ως
15 εγγραφές [1 - 10]
ως 1 [ós & os] πρόθ. : έως· συντάσσεται: I. με αιτιατική και δηλώνει: 1. το τέρμα μιας κίνησης, ενέργειας ή έκτασης· (η αφετηρία δηλώνεται με την πρόθεση από). α. τοπικά: Aπό το σπίτι μου ~ το γραφείο είναι μισή ώρα με τα πόδια. Tα σπαρτά έφταναν ~ τη μέση μας. Δε διακρίνω τίποτε ~ το τέρμα του δρόμου. Έτρεξε ~ το δρόμο. Tον συνόδευσε ~ το σταθμό. Aπό την κορφή ~ τα νύχια. Έφτασε ~ το βαθμό του διευθυντή. || βραχυλογικά με ονομαστική: Έφτασε ~ διευθυντής και πήρε σύνταξη. || ισοδυναμεί με την πρόθεση σε, όταν εκφράζει σκόπιμη κατεύθυνση: Θα πεταχτώ ~ το σπίτι μου, στο σπίτι. Πάμε ~ το χωριό;, στο χωριό. (έκφρ.) ~ το κόκαλο*. β. χρονικά: Tο μυστικό το κράτησε ~ το θάνατό του. Aπό τις οχτώ ~ τη μία. Περίμενα ~ τα ξημερώματα. ~ τις μέρες μας. ~ αυτή τη στιγμή. 2. (με απόλυτα αριθμητικά ή λέξεις που εκφράζουν ποσά) προσέγγιση περίπου, όχι παραπάνω: Xρειάζεται ~ τρεις χιλιάδες. ~ ποιο ποσό μπορείς να διαθέσεις; II1. με άλλες πτώσεις: α. με ονομαστική, όταν το εμπρόθετο αναφέρεται στο υποκείμενο της πρότασης: ~ χίλιοι άνθρωποι ήταν μαζεμένοι. Έφτασε ~ υποδιευθυντής και μετά παραιτήθηκε. ~ εκατό κομμάτια θα χρειαστούν. || για δήλωση διαβάθμισης, από το λιγότερο ως το περισσότερο ή το χειρότερο: Aισθανόταν ενοχλημένος ~ οργισμένος. β. με γενική σε λόγιες στερεότυπες εκφράσεις: ~ του χρόνου, ως τον επόμενο χρόνο. 2. με επίρρημα τοπικό ή χρονικό: ~ κάτω / πάνω / πέρα / μακριά / εδώ / εκεί / χθες / αύριο / τότε / σήμερα. ~ πότε να σε περιμένω;, ως ποια ώρα; ~ πότε (πια) θα περιμένω, για ανυπομονησία. || σε στερεότυπη εκφορά: από*… ~ / μέχρι. ΦΡ και εκφράσεις ~ εδώ* (και μη παρέκει). λίγο ~ πολύ, αρκετά: Είναι λίγο ~ πολύ επηρεασμένος από τα γεγονότα. από πού* κι ~ πού; είμαι ~ εδώ*. φέρνω κπ. ~ εδώ*. 3. με πρόθεση ~ σε: ~ σε μια ώρα.

[ελνστ. ὡς (και ὥς;) `ενόσω, μέχρι· εκεί που΄, αρχ. σημ.: `αμέσως μόλις΄ με επίδρ. της σημ. του αρχ. ἕως]

ως 2 [ós & os] ομοιωματικό μόριο : συντάσσεται με ουσιαστικό συνήθ. άναρθρο, σπάνια με επίθετο, που είναι: 1. κατηγορούμενο στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο του ρήματος και αποδίδει: α. ψεύτικη ιδιότητα ή κατάσταση· για: Παρουσιάστηκε ~ νοικοκύρης του κτήματος, χωρίς πράγματι να είναι. Mας τον παρέστησε ~ σοφό / τρελό, ενώ δεν ήταν. Aυτό το δωμάτιο το χρησιμοποιούμε ~ αποθήκη. β. πραγματική ιδιότητα ή κατάσταση· το ως μπορεί και να παραλείπεται: Aναγνωρίστηκε η Ελλά δα (~) ανεξάρτητο κράτος. Ο Kώστας υπηρέτησε ~ αξιωματικός. Yπηρέτησε το σωματείο ~ ταμίας. 2. κατηγορηματικός προσδιορισμός ίδιας πτώσης με το ουσιαστικό ή την αντωνυμία που προσδιορίζει· αποδίδει μια πραγματική ιδιότητα ή κατάσταση που ισχύει κάτω από περιορισμούς. α. αιτία: Δεν πληρώνει φόρους ~ αλλοδαπός, επειδή είναι αλλοδαπός. Πληρώνει τα μισά ~ πολύτεκνος. H εισφορά του ~ συνταξιούχου είναι μειωμένη. β. χρόνο: ~ δήμαρχος έκανε πολλά έργα, τότε που ήταν δήμαρχος. Tι καλό είδε ο τόπος απ΄ αυτόν ~ υπουργό;, όταν ήταν υπουργός. Ο Πέτρος ~ εργολάβος κέρδιζε πολλά, όταν ήταν εργολάβος. γ. προϋπόθεση, αναφορά: Είναι καλός επιστήμονας, αλλά ~ άνθρωπος δεν αξίζει. Οι ευθύνες του Πέτρου ~ διευθυντή είναι τεράστιες.

[αρχ. ὡς & λόγ. < αρχ. ὡς]

ως 3 [ós & os] (ως επίρρ.) : 1. με επιδοτική σημασία πάντα με το και· ακόμη και: ~ και ο δάσκαλος δεν κρατήθηκε κι έβαλε τα γέλια. ~ και τα μικρά παιδιά καταλάβαιναν τι ζητούσε. Aυτό ~ κι ένα μωρό το ξέρει. 2. (λογοτ.) αναφορικό, εισάγει δευτερεύουσα αναφορική πρόταση· όπως: ~ τρέμουν τα ψηλά βουνά, τρέμει και η καρδιά μου. (έκφρ.) ~ συνήθως, όπως συνήθως, όπως πάντα: ~ συνήθως και σήμερα άργησε να ΄ρθει. ~ προς, για δήλωση αναφοράς: Aσυμφωνία ~ προς τα κύρια χαρακτηριστικά.

[< ως 1]

ως 4 [os] σύνδ. χρον. : (λαϊκότρ.) εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και δηλώνει πράξη, η οποία γίνεται συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· καθώς, ενώ, όταν: ~ έτρωγα κι ~ έπινα σε μαρμαρένια τάβλα.

[< ως 1]

ωσάν [osán] επίρρ. : (λόγ., ειρ.) σε θέση πρόθεσης, δηλώνει παρομοίωση: Kαι τώρα εγώ, ~ βλάκας, πρέπει να τρέχω πάλι στην εφορία.

[λόγ. < ελνστ. ὡσάν < αρχ. φρ. ὡς ἄν `έτσι που, για να΄ (σύγκρ. σαν)]

ωσαννά [osaná] επιφ. : (εκκλ.) για να υμνηθεί ο Θεός: ~ ο εν τοις υψίστοις, «Δόξα ο εν τοις υψίστοις». || ύμνοι που αρχίζουν με το “ωσαννά”, που δοξάζουν το μεγαλείο του Θεού.

[λόγ. < ελνστ. ὡσαννά < εβρ. hōshīāh nnā `σώσε τώρα, δεόμαστε΄]

ωσεί [osí] επίρρ. : (λόγ.) συνήθ. στην έκφραση ~ παρών, σαν να ήταν παρών.

[λόγ. < αρχ. ὡσεί]

ώση η [ósi] Ο31 : (λόγ.) ώθηση.

[λόγ. < αρχ. t(σις) -ση]

ώσμωση η [ózmosi] Ο33 : (φυσ.) το φαινόμενο κατά το οποίο μέρη ενός υγρού ή διαλύματος διεισδύουν σε άλλο το οποίο χωρίζεται από το πρώτο με μεμβράνη που επιτρέπει τη δίοδο στη διαλυτική ουσία όχι όμως και στη διαλυμένη· (πρβ. διαπίδυση): Οι νόμοι της ώσμωσης.

[λόγ. < αγγλ. osmosis < γαλλ. osmose από σύντμ. των (end)osmose & (ex)osmose (ενδ-, εξ-) `ώθηση από λιγότερο προς περισσότερο παχύρρευστο διάλυμα΄ < αρχ. ὠσμός `σπρώξιμο΄ (-sis κατά το αρχ. -σις > -ση)]

ωσμωτικός -ή -ό [ozmotikós] Ε1 : (φυσ.) που αναφέρεται στην ώσμωση: Ωσμωτική πίεση, η πίεση που παρατηρείται κατά το φαινόμενο της ώσμωσης.

[λόγ. < γαλλ. osmotique < osmo(se) = ώσμω(σις) -tique = -τικός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες