Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ψυχοθεραπεύτρια
1 item total
ψυχοθεραπευτής ο [psixoθerapeftís] Ο7 θηλ. ψυχοθεραπεύτρια [psixoθerapéftria] Ο27 : γιατρός ή άλλος ειδικός που εφαρμόζει μεθόδους ψυχοθεραπείας.

[λόγ. < γερμ. Ρsychotherapeut < psycho- = ψυχο- 2 + αρχ. θεραπευτής· λόγ. ψυχοθεραπευ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go