Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαράς
1 εγγραφή
ψαράς ο [psarás] Ο1 : 1.αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το ψάρεμα· αλιέας: Οι ψαράδες άπλωναν τα δίχτυα τους στην προκυμαία. Οι φτωχοί ψαράδες που ακολούθησαν το Xριστό. || ερασιτέχνης ψαράς. 2. αυτός που πουλά ψάρια και άλλα θαλασσινά είδη· ιχθυοπώλης: Πλανόδιος ~. Ο ~ της γειτονιάς μας.

[μσν. οψαράς < οψάρ(ι) -άς με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το οψάρι > ψάρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες