Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χρωματισμός
1 item total
χρωματισμός ο [xromatizmós] Ο17 : 1.το αποτέλεσμα του χρωματίζω· χρώ μαI1α: Yφάσματα με / σε ωραίους χρωματισμούς. 2. (μτφ.) α. ιδιαίτερη έκφραση στη φωνή ή στα λόγια· χρωμάτισμα2. β. (μουσ.) η μεταβολή της δύναμης του ήχου στην εκτέλεση των φθόγγων.

[λόγ. < ελνστ. χρωματισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go