Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χρωματικός
1 item total
χρωματικός -ή -ό [xromatikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με το χρώμαI1α: ~ τόνος. Xρωματική ποικιλία. 2. (μουσ.) που έχει σχέση με το χρώμαII2: Xρωματική κλίμακα, με διάστημα ημιτονίου ανάμεσα στις βαθμίδες. Xρωματική συγχορδία. χρωματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. χρωματικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go