Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χιτώνας
1 item total
χιτώνας ο [xitónas] Ο2 : 1.εσωτερικό ένδυμα, φαρδύ, χωρίς ζώνη, συνήθ. μακρύ και χωρίς μανίκια, που το φορούσαν πολλοί λαοί της αρχαιότητας: Iωνικός ~, μακρύς. Δωρικός ~, κοντός. Ποδήρης / χειριδωτός ~. (έκφρ.) όποιος έχει δύο χιτώνες δίνει τον ένα, για να δηλώσουμε ότι οι άνθρωποι πρέπει να μοιράζονται μεταξύ τους τα αγαθά. 2. ό,τι περιβάλλει και καλύπτει κτ.: α. (ανατ.) ονομασία διάφορων μεμβρανών που καλύπτουν όργανα του σώματος: Aμφιβληστροειδής / κερατοειδής ~ του οφθαλμού. β. περίβλημα που μοιάζει με μεμβράνη και που καλύπτει διάφορα φυτικά όργανα: Ο ~ του βολβού.

[λόγ. < αρχ. χιτών, αιτ. -ῶνα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go