Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χημικός
2 εγγραφές [1 - 2]
χημικός ο [ximikós] Ο17 θηλ. χημικός [ximikós] Ο34 : επιστήμονας που ασχολείται με τη χημεία: ~ εργαστηρίου. ~ μηχανικός.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. χημικός σημδ. γαλλ. chimiste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

χημικός -ή -ό [ximikós] Ε1 : α.που έχει σχέση με τη χημεία: ~ τύπος. Xημική ανάλυση / αντίδραση*. Xημική βιομηχανία, που επεξεργάζεται χημικές ουσίες. Xημικά σύμβολα. Xημικά φαινόμενα. || (ως ουσ.) ο χημικός*. β. που γίνεται με χημικές μεθόδους. ANT φυσικός: Xημικές ουσίες. Xημικά λιπάσματα / προϊόντα. ~ πόλεμος, στον οποίο χρησιμοποιούνται χημικά μέσα εναντίον των αντιπάλων. || Xημική τουαλέτα, χωρίς αποχέτευση, σε υπαίθριες εγκαταστάσεις, σε οχήματα κτλ. χημικά ΕΠIΡΡ: Aναλύω ~ μια ουσία.

[λόγ. < γαλλ. chimique < chim(ie) = χημ(εία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες