Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαλκεύω [xalkévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.επινοώ ψεύτικες πληροφορίες ή οργανώνω σκευωρίες με τρόπο πειστικό και αποτελεσματικό: Οι πολιτικοί του αντίπαλοι χάλκευσαν κατηγορίες / συκοφαντίες εναντίον του. 2. προετοιμάζω κτ. επάνω σε στέρεες βάσεις: Tο σήμερα θα χαλκεύσει τα δεσμά της αυριανής κοινωνίας.
[λόγ. < αρχ. χαλκεύω `επεξεργάζομαι το χαλκό΄ σημδ. γαλλ. forger]