Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χαλεπός
1 item total
χαλεπός -ή -ό [xalepós] Ε1 : (λόγ.) για δύσκολες περιόδους, περιστάσεις: Οι καιροί είναι χαλεποί για την πατρίδα μας.

[λόγ. < αρχ. χαλεπός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go