Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φόρεμα
1 εγγραφή
φόρεμα το [fórema] Ο49 : εξωτερικό γυναικείο ρούχο (με ή χωρίς μανίκια), που καλύπτει ολόκληρο το σώμα και φτάνει συνήθ. ως τα γόνατα· φουστάνι: Πρωινό / βραδινό ~. Kοντό / μακρύ ~. Xειμωνιάτικο / καλοκαιρινό ~. Έβαλε το καλό / το καινούριο της ~ και βγήκε. Έχει μια ντουλάπα γεμάτη φορέματα. φορεματάκι το YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. φόρεμα < αρχ. φόρημα `φορτίο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες